Θα 'ρθούν άραγε βροχές να μας ξεπλύνουν από τη βρωμιά μας; Να μας ρίξουν στη γη να θυμηθούμε τη μυρωδιά της καταγωγής μας; Να πέσει ομίχλη χαμηλά να χαθεί το χάος το τριγύρω. Κι αυτός ο ήχος της ψιχάλας,ο μουρμουρητός να μας καθησυχάσει επιτέλους. Θα 'ρθει εκείνη η στιγμή που θα ζωντανέψει της ουτοπίας το άπιαστο. Και θα ραγίσει η γη και θα βροντήξουν τα δέντρα και θα ουρλιάξουν τα ζωντανά του κόσμου όλου. Και κανείς δε θα μάθει για τη φωτιά που ανάψαμε στα ίδια μας τα χέρια.Δε θα ειπωθεί πώς μάθαμε και συνηθίσαμε να τρώμε τα παιδιά μας. Κανείς ξανά δε θα νοιαστεί να σε πιάσει από το λαιμό και να σου κλέψει της ελευθερίας τον αέρα. Έκρηξη ήδη στον ουρανό, τα αστέρια να τα πάρουμε για όπλα.
Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014
Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014
To Διακοσιοστό Δωδέκατο
Έχω την εικόνα σου χωρίς να σε έχω δει.
Εκεί στα πλήκτρα μπροστά. Με το τασάκι γεμάτο λίγο παραδίπλα.
Έχω την εικόνα σου να την αγαπώ, κρυμμένο φυλαχτό. Έχω την εικόνα σου να νιώθω ασφαλής.
Δε χαμογελάς, αλλά γνωρίζω ότι τα χαμόγελά σου δεν τα σκορπάς. Τα κρατάς για στιγμές που αξίζουν τα μάτια να λάμψουν.
Εικόνα ασπρόμαυρη και το πρόσωπό σου σκυμμένο μπροστά. Δε βλέπω μάτια μόνο θολή φιγούρα.
Και τη στιγμή που κατάλαβα ότι δεν ήσουν εσύ σηκώθηκες και υποκλίθηκες μπροστά.
Δεν ήσουν εσύ, δεν ήσουν εσύ, κι ας έμοιαζε αυτή η φωνή
δεν ήσουν εσύ και εξαφανίστηκε η εικόνα στη στιγμή και φτύνω τις λέξεις αυτές
δε μιλώ εγώ
σίγουρα όχι εγώ.
~Φωτογραφία του Adam Goldberg
Εκεί στα πλήκτρα μπροστά. Με το τασάκι γεμάτο λίγο παραδίπλα.
Έχω την εικόνα σου να την αγαπώ, κρυμμένο φυλαχτό. Έχω την εικόνα σου να νιώθω ασφαλής.
Δε χαμογελάς, αλλά γνωρίζω ότι τα χαμόγελά σου δεν τα σκορπάς. Τα κρατάς για στιγμές που αξίζουν τα μάτια να λάμψουν.
Εικόνα ασπρόμαυρη και το πρόσωπό σου σκυμμένο μπροστά. Δε βλέπω μάτια μόνο θολή φιγούρα.
Και τη στιγμή που κατάλαβα ότι δεν ήσουν εσύ σηκώθηκες και υποκλίθηκες μπροστά.
Δεν ήσουν εσύ, δεν ήσουν εσύ, κι ας έμοιαζε αυτή η φωνή
δεν ήσουν εσύ και εξαφανίστηκε η εικόνα στη στιγμή και φτύνω τις λέξεις αυτές
δε μιλώ εγώ
σίγουρα όχι εγώ.
~Φωτογραφία του Adam Goldberg
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014
Το Διακοσιοστό Ενδέκατο
Μια ιστορία που δε θα διαρκέσει πολύ: ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όχι μπροστά σε πόρτες, ούτε σε συνωστισμένο μπαρ, όχι σε λεωφορεία περιμένοντας ταξίδια να ξεκινήσουν, ούτε σε κρεβάτι ξέστρωτο με σεντόνια τσαλακωμένα. Είναι μπροστά σε φόντο άχρωμο και χωρίς νόημα στις λεπτομέρειες του. Φόντο η πραγματικότητα να εξουθενώνει τα ρομαντικά ένστικτα, χρόνια που πέρασαν. Ένα αγόρι, όχι πλέον αγόρι, και ένα κορίτσι, που αφέθηκε να ξεχάσει πως πλέον δεν είναι, όρθιοι ή και όχι. Δεν είμαι μόνο αυτό που αγαπάς ψελλίζει, ίσως τελικά είμαι μόνο αυτό συνειδητοποιεί. Και ξεκίνησαν.
Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014
Το Διακοσιοστό Δέκατο
Κι αν υπάρχει κάποιος που φθονεί την ευτυχία είναι πρώτος αυτός που ζει μέσα σε αυτή
καλλιεργεί τις παγίδες και πέφτει
κάθε φορά γνωρίζει και αναμένει το τέλος
πληγωμένος κατηγορεί τους άλλους έπειτα
μόνο μια φορά παραδίνεται απόλυτα σε αυτή
και η ανάμνησή της δίνει πνοή και θάνατο στις επόμενες
δεν είναι ποίημα οι προτάσεις αυτές αλλά μονόλογος σταματημένος για ανάσες.
καλλιεργεί τις παγίδες και πέφτει
κάθε φορά γνωρίζει και αναμένει το τέλος
πληγωμένος κατηγορεί τους άλλους έπειτα
μόνο μια φορά παραδίνεται απόλυτα σε αυτή
και η ανάμνησή της δίνει πνοή και θάνατο στις επόμενες
δεν είναι ποίημα οι προτάσεις αυτές αλλά μονόλογος σταματημένος για ανάσες.
Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014
To Διακοσιοστό Ένατο
It was not like everyone had said.
Not like being needed,
or needing; not desperate;
it did not whisper
that I’d come to harm. I didn’t lose
my head. No, I was not
going to leap from a great
height and flap
my wings.
It was in fact
the opposite of flying:
it contained the wish
to be toppled, to be on the floor,
the ground, anywhere I might
lie down… .
On my back, and you on me.
~ Deborah Garrison
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014
Το Διακοσιοστό Όγδοο
Είχα αποδεχτεί ένα μέτριο διήγημα. Σύνολο 100 σελίδες. Με ήρωες μοναχικούς και χαμένους στα προσωπικά τους πάθη. Εξώφυλλο μονόχρωμο από λεπτό χαρτόνι.
Και τώρα ζητάω να γίνω ρώσικο μυθιστόρημα. Με πάνω από 50 σελίδες για τη στιγμή που σε συνάντησα ξανά και τις διπλάσιες για το επόμενο βράδυ.
Αισθάνομαι πικρία για τις λέξεις μου. Δεν συμπάσχουν με τη λαιμαργία μου να μιλήσω για σένα.
Σε ότι και να πω γνωρίζω καλά πώς δεν αναφέρθηκε η μικρή εκείνη λεπτομέρεια που το ξεχωρίζει.
Δεν μπορείς ακριβώς να τη δεις, ούτε να την ακούσεις. Δε τη γνωρίζεις παρά μόνο μέσα σε στιγμές.
Θα αρνηθώ να φορέσω στην καρδιά μου μάτια κι αυτιά, χορεύει έτσι και αλλιώς.
Και τώρα ζητάω να γίνω ρώσικο μυθιστόρημα. Με πάνω από 50 σελίδες για τη στιγμή που σε συνάντησα ξανά και τις διπλάσιες για το επόμενο βράδυ.
Αισθάνομαι πικρία για τις λέξεις μου. Δεν συμπάσχουν με τη λαιμαργία μου να μιλήσω για σένα.
Σε ότι και να πω γνωρίζω καλά πώς δεν αναφέρθηκε η μικρή εκείνη λεπτομέρεια που το ξεχωρίζει.
Δεν μπορείς ακριβώς να τη δεις, ούτε να την ακούσεις. Δε τη γνωρίζεις παρά μόνο μέσα σε στιγμές.
Θα αρνηθώ να φορέσω στην καρδιά μου μάτια κι αυτιά, χορεύει έτσι και αλλιώς.
Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014
Το Διακοσιοστό Έβδομο
Όλο και πιο γρήγορα, πατούσα το πηδάλι. Έσπρωχνα το σώμα μπροστά, ένιωθα τον αέρα να με χτυπά στο πρόσωπο. Τι υπέροχη αίσθηση, να θέλει η καρδιά να βγει από το στήθος από την ένταση. Και το πεζοδρόμιο, δικός μου προσωπικός αερολιμένας για την πτήση. Σφύριζαν οι ντουντούκες του αγώνα. Ώσπου εμφανίστηκε αυτή η στροφή. Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα. Τα φρένα ούρλιαξαν. Το σώμα απέκτησε βάρος φύλλου δέντρου που έπεφτε παραδίπλα πορτοκαλί και μισοξεραμένο. Η πτώση. Και ορκίζομαι ήταν η πρώτη φορά που πέταξα αληθινά. Έγλειψα τον ασφαλτωμένο δρόμο με τον ώμο και το μάγουλό μου. Η προσγείωση πάντα είναι έντονη. Έπρεπε να το γνωρίζω. Αλλά άλλη η αίσθηση της προσωπικής εμπειρίας. Ξαπλωμένη στο σταυροδρόμι εκείνο. Το σπίτι μου ούτε εκατό μέτρα μακριά.
Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014
Το Διακοσιοστό Έκτο
Είχε καστανά μάτια και καστανά μαλλιά. Γύρευε να βρει το Θείο. Η αγαπημένη μου κόρη κοιμόταν πάντα δίπλα στο νερό και έβρεχε τα ακροδάχτυλά της. Τσαλάκωνε το πρόσωπό της και ούρλιαζε μέσα στο μαξιλάρι. Τη συνάντησα τελευταία φορά, μήνες πριν, σε μια πόλη που πήγα πρώτη φορά. Και για αυτή ήταν ξένη. Φορούσε γκρι ζακέτα ανδρική, θυμάμαι.
-Ακούς; Τη φασαρία. Νομίζω σήμερα είναι Σάββατο και περιμένω να έρθεις.
Σάββατο απόγευμα ήμουν εκεί.
Σάββατο βράδυ τη χαιρέτησα.
Καμία συζήτηση για το μετά. Ούτε έντονες συζητήσεις για το πως δε θα γίνει ένα, δε θα μπει ολοκληρωτικά στις συμβουλές που της έδινα χρόνια. Πού έμενε; Πού ζεις; Πού βρίσκεσαι, πες μου, μόνο ότι είσαι καλά.
Οι φωτογραφίες οι παλιές σε σύγκριση με το τώρα. Οι φωτογραφίες οι παλιές και το κορίτσι που πίστευα ότι θα γίνει. Με δυναμικότητα και ενθουσιασμό. Με αγάπη για τα πάντα. Για όλους ένα κομμάτι. Για όλους έφτανε. Μόνο για όσους δε την ήθελαν την αγάπη αυτή. Μόνο για αυτούς. Όσοι πραγματικά τη νοιάζονταν τους κρατούσε σε απόσταση. Ασφαλείας. Μήπως και κλέψει, όπως έκαναν σε αυτή, κομμάτια δικά τους και δεν μπορούσε να τα γυρίσει πίσω.
Την είδα να με περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πάλι καπνίζει; Όχι, δαγκώνει τα χείλη νευρικά. Σίγουρα πάλι ματωμένα. Σίγουρα πάλι φόρεσε ότι βρήκε μπροστά της. Σίγουρα, θα 'χει το δωμάτιο καθαρό και τη ψυχή της γεμάτη βρωμιές. Σίγουρα κάτι έχει να μου πει που δε θα μου αρέσει.
Δεν ξέρει πως να το πει. Τι λέξεις να χρησιμοποιήσει. Τα έκανε όλα μπουρδέλο, πάλι. Δε βρίσκει άκρη στις σκέψεις της, πάλι. Πάλι θα με βρει απέναντι. Πάλι θα θέλει να κοιμηθούμε αγκαλιά να ηρεμήσει. Και εγώ εκεί. Να τη νανουρίζω και να παρακαλάω για βοήθεια. Από εκεί που περιμένει και αυτή και ποτέ δε τη βλέπει. Όλα μπροστά της και ποτέ δε θα τα δει.
Ο δρόμος είχε κίνηση. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει σε αυτήν. Δεν μπορούσα να μη χαμογελώ που την είδα. Πόσο μου είχε λείψει. Και εγώ ανάμεσα στους τυχερούς που θα την ξεχώριζαν ανάμεσα στους ξένους και στους κρύους στους αδιάφορους που δε σταματούν ένα λεπτό να κοιτάξουν.
-
Κυριακή 31 Αυγούστου 2014
Το Διακοσιοστό Πέμπτο
Ο έρωτας ήταν γι΄αυτόν η επιθυμία να εγκαταλειφθεί στην καλή θέληση και στο έλεος του άλλου.
Αυτός που εγκαταλείπεται στον άλλον, όπως ο στρατιώτης που παραδίδεται αιχμάλωτος, οφείλει εκ των προτέρων να πετάξει όλα του τα όπλα. Και, βλέποντας τον εαυτό του χωρίς άμυνα, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί πότε θα έρθει το χτύπημα.
(Ξεφυλλίζοντας παλιές σημειώσεις, ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι".)
Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014
Το Διακοσιοστό Τέταρτο
Εγώ θα μαζεύω όνειρα και ψευδαισθήσεις.
Εσύ θα ψάχνεις να βρεις μανιτάρια μαγικά να σε πάνε μέχρι τη Βραζιλία να ακούς ιστορίες φίλων και γνωστών.
Εγώ θα πίνω και θα αγαπώ όλον τον κόσμο και το πρωί που θα ξυπνώ θα κρύβομαι να μη δω κανέναν.
Εσύ θα μαλώνεις και θα φωνάζεις με πάθος σε εθιστικές κουβέντες.
Εγώ θα σε ψάχνω μέσα στον κόσμο που κουνάει κορμί και κεφάλι στα ουρλιαχτά της μουσικής.
Εσύ θα με κοιτάς για λίγα μόνο αρκετά δευτερόλεπτα.
Και θα είσαι εδώ και θα χάνομαι στο μετά και στο παραπονιάρικό μου τώρα.
Και θα είσαι εδώ.
Στο κρεβάτι το κρύο από το ανοιχτό παράθυρο που ανοίγει στα σύννεφα τα κιτρινισμένα.
Και όλα τα υπόλοιπα δε θα αξίζουν άλλο να ειπωθούν.
Εσύ θα ψάχνεις να βρεις μανιτάρια μαγικά να σε πάνε μέχρι τη Βραζιλία να ακούς ιστορίες φίλων και γνωστών.
Εγώ θα πίνω και θα αγαπώ όλον τον κόσμο και το πρωί που θα ξυπνώ θα κρύβομαι να μη δω κανέναν.
Εσύ θα μαλώνεις και θα φωνάζεις με πάθος σε εθιστικές κουβέντες.
Εγώ θα σε ψάχνω μέσα στον κόσμο που κουνάει κορμί και κεφάλι στα ουρλιαχτά της μουσικής.
Εσύ θα με κοιτάς για λίγα μόνο αρκετά δευτερόλεπτα.
Και θα είσαι εδώ και θα χάνομαι στο μετά και στο παραπονιάρικό μου τώρα.
Και θα είσαι εδώ.
Στο κρεβάτι το κρύο από το ανοιχτό παράθυρο που ανοίγει στα σύννεφα τα κιτρινισμένα.
Και όλα τα υπόλοιπα δε θα αξίζουν άλλο να ειπωθούν.
Κυριακή 24 Αυγούστου 2014
To Διακοσιοστό Τρίτο
"Όλα τα μυστήρια είναι απλά κι όλα τα απλά πράγματα μυστήρια. Ξέρεις, στο βάθος υπάρχει πάντα ομοιομορφία στη ζωή ενός ανθρώπου. Εκείνοι που ταξιδεύουν ξεγελιούνται. Όμως αν κάθε μέρα βλέπεις από το παράθυρο το κομματάκι του κήπου φωτεινό τη μέρα, σκοτεινό τη νύχτα, το ξέρεις καλά. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι άλλοι γίνονται σκλάβοι της ομοιομορφίας αυτής κι άλλοι την κάνουν αρμονία. Για κύκλο πάντα πρόκειται, για μια γραμμή που χαράζει κύκλο.
Εγώ θέλω να μιλήσω με λόγια τρυφερά, παιδιάτικα. Για όταν κρυώνω, όταν πεινώ ή για το παράξενο το όνειρο που είδα. Να μιλήσω ακόμη για μέρη όπου περνώ κι είμαι όπως το πουλί που μόλις θ' άγγιζε με τη φτερούγα του τη γη για μια στιγμή θα 'παιρνε μια στροφή. Μα βασανίζομαι και ψάχνω τι είναι κρυμμένο κάτω απ' αυτά.
Ε, λοιπόν, το 'χω βαρεθεί αυτό το μέρος του εαυτού μου, θα 'θελα να βλέπω μόνο τα σχήματα, έτσι όπως τα κλαδιά του δέντρου που το ένα χωρίζεται σε δύο, τα δύο σε τέσσερα... Όλα από το ένα ξεκινάνε, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς. Το ένα κλαδί γίνεται δύο, τα δύο τέσσερα, κι αν θελήσεις να πάρεις τον αντίστροφο δρόμο και δεις πρώτα το πλήθος των κλαδιών, πάλι στο ένα θα φτάσεις."
Ψάθινα Καπέλα, Μ. Λυμπεράκη
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014
Περί Παρεξηγήσεων και Εξηγήσεων
Αδυνατώ να γράψω και να αναλύσω καταστάσεις καθημερινές τούτες τις μέρες που είναι μήνες τελικά. Σε έναν κόσμο που το ρήμα σπαράζει δεν είναι υπερβολή μου φαίνεται το λιγότερο εγωιστικό να μιλώ για τον εαυτό μου. Εαυτό μικρο και αδύναμο να πάρει θέση ενεργή και να κινητοποιηθεί ριζικά. Ή έστω να απομακρυνθεί από όσα τον προσπερνάνε σε δυνάμεις. Περιμένω να βρω το πείσμα να κυνηγήσω την ουτοπία που όλο γεύομαι στο μυαλό μου.
Αν σπαταλούσαμε το ελάχιστο της ενέργειάς μας για την αλλαγή θα μειώναμε -ας το ελπίσουμε- κάποια από τα προβλήματα που έχουμε στοιβάξει μέσα μας. Και τα μισά είναι ανούσια, τα λίγα ουσιαστικά. Μόνο για μια φορά να επεξεργαζόμασταν το πρόσωπό μας μέσα από το γενικότερο καθρέφτη, να ξεφεύγαμε από τις κλειστές σχέσεις που μας περικλείουν και για τις οποίες δίνουμε όλη τη φαιά μας ουσία. Αυτό και μόνο μου δίνει την εντύπωση ενός μικρού θησαυρού.
Δεν ξέρω, πόσο πιο ειλικρινά να το θέσω, δεν ξέρω που πορεύομαι και σε τι αξίζει να επικεντρωθώ.
Μα η απογοήτευση για τον κόσμο στον οποίο ζω είναι το πιο έντονο συναίσθημα από όλα τα υπόλοιπα έως τώρα. Ίσως γιατί περικλείει μέσα του όλες τις προεκτάσεις πάνω στις οποίες στήνουμε τη ζωή μας.
Παίρνω δύναμη από τις ομορφιές των στιγμών και τις φυλάω σαν περιουσία και πλούτο μεγάλο. Γαντζώνομαι στις σκέψεις για το Αυτό, το Κάτι, το Απειροελάχιστο, που μπορεί, που σίγουρα, που ίσως, που μακάρι, να έρθει παρακάτω.
Αν σπαταλούσαμε το ελάχιστο της ενέργειάς μας για την αλλαγή θα μειώναμε -ας το ελπίσουμε- κάποια από τα προβλήματα που έχουμε στοιβάξει μέσα μας. Και τα μισά είναι ανούσια, τα λίγα ουσιαστικά. Μόνο για μια φορά να επεξεργαζόμασταν το πρόσωπό μας μέσα από το γενικότερο καθρέφτη, να ξεφεύγαμε από τις κλειστές σχέσεις που μας περικλείουν και για τις οποίες δίνουμε όλη τη φαιά μας ουσία. Αυτό και μόνο μου δίνει την εντύπωση ενός μικρού θησαυρού.
Δεν ξέρω, πόσο πιο ειλικρινά να το θέσω, δεν ξέρω που πορεύομαι και σε τι αξίζει να επικεντρωθώ.
Μα η απογοήτευση για τον κόσμο στον οποίο ζω είναι το πιο έντονο συναίσθημα από όλα τα υπόλοιπα έως τώρα. Ίσως γιατί περικλείει μέσα του όλες τις προεκτάσεις πάνω στις οποίες στήνουμε τη ζωή μας.
Παίρνω δύναμη από τις ομορφιές των στιγμών και τις φυλάω σαν περιουσία και πλούτο μεγάλο. Γαντζώνομαι στις σκέψεις για το Αυτό, το Κάτι, το Απειροελάχιστο, που μπορεί, που σίγουρα, που ίσως, που μακάρι, να έρθει παρακάτω.
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014
Το Διακοσιοστό Δεύτερο
Είναι καλύτερα όλα στην ηρεμία; Είναι; Θέλω να στα πω όλα, ειλικρινά. Θα έπρεπε να με ανησυχεί το γεγονός ότι κρατάω λεπτομέρειες σαν μικρά κομμάτια εγκλήματος να μη ξεχαστεί εκείνη η αίσθηση που φαίνεται μάλλον δε θα ξαναυπάρξει; Και αυτή η πραγματικότητα η τωρινή τι είναι; Είναι σιγή, είναι καταστροφή και παράπονο που ούτε θα ψιθυριστεί;
Το να μιλάμε για όσα νιώθουμε, ζούμε και αγαπάμε και σιχαινόμαστε θα έπρεπε να είναι στα βασικά διδακτικά αντικείμενα της εκπαίδευσης. Σε έναν τέτοιον κόσμο εγώ κι εσύ θα είχαμε μείνει αρκετές τάξεις να προσπαθούμε να αρθρώσουμε τα βασικά. Γιατί βρέθηκα να μην καταφέρνω να πω στους πολύ δικούς μου ανθρώπους πόσο μου έχουν λείψει. Και από σένα να περιμένω να κάνεις μεταφράσεις από μια γλώσσα που είναι ξένη και όλο μεταφορές και συμβολισμούς. Όλα μέσα στο κεφάλι μου κινούνται γύρω συνεχώς από τη διαπίστωση ενός μόνου νοήματος μέσα από τα πάντα. Και δεν ονομάζεται ακόμη. Όχι ακόμη και φτάσαμε αριθμό 202 και ούτε το βασικό υπόβαθρο δεν έχει αναπτυχθεί για να στηριχθούν οι επόμενες κινήσεις.
Ποια είναι η ευέλικτη, μα συγχρόνως συστηματική μέθοδος που σε οδηγεί στο σημείο εκείνο, να αποκωδικοποιείς τον εαυτό σου;
Ως ερευνητής του προσώπου σου επιζητώντας να αυτοαναγνωριστείς ολοκληρωμένη οντότητα πρέπει καλά να γνωρίζεις το ρόλο που θα διαδραματίσεις.
Να είσαι έτοιμος για παρερμηνεύσεις στις αρχικές σου υποθέσεις.
Και ταυτόχρονα να είσαι ιδεολόγος. Να μη χάνεις την αρχική δομή των βασικών σου ερωτημάτων.
Πού πας τώρα εξήγησέ μου, πες μου έστω ποιο να είναι το επόμενο βήμα.
Σάββατο 31 Μαΐου 2014
Το Διακοσιοστό Πρώτο
Και κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Ή όντως δεν καταλαβαίνεις.
Κάθεσαι εκεί με βλέμμα σιγουριάς να με ρωτάς τι είναι αυτά που κάνω.
Λες και δεν το βλέπεις.
Τι περιμένεις να σου πω; Στριφογυρίζω στα δάχτυλά μου το τσιγάρο και σε κοιτάω μέσα στα μάτια.
Γύρισα πίσω στα δέκα μου περίπου χρόνια, όταν με έβαλαν στη μέση ενός καυγά να υποστηρίξω τον εαυτό μου, να εξηγήσω γιατί φέρθηκα σκληρά στη ξανθή μου τότε φίλη. Την είχα κατηγορήσει.
Ναι, το είχα κάνει. Με έσπρωχνε η αδικία που ένιωθα εις βάρος μου από την πλευρά της. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό στην υπόλοιπη παρέα που στεκόταν σαν κριτής γιγαντιαίος μπροστά μου; Δεν είχα βγάλει λέξη και τότε. Προτίμησα να τιμωρηθώ χωρίς καμία υπεράσπιση του εαυτού μου. Μην ψάχνεις το γιατί και πώς.
"Θα μιλήσεις;"
Περιπαιχτικά σκαλίζεις τον πόνο μου. Να παραδεχτώ την αδυναμία μου. Να αναγνωρίσω την ανασφάλεια και την ηλιθιότητα των πράξεών μου. Όλα αυτά που κινούνται από ένα μονάχα αίτιο.
Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκα να κλεινόμουν στην ντουλάπα του παιδικού μου δωματίου. Με τις κουβέρτες και τα παπλώματα, τη μυρωδιά του απορρυπαντικού. Να κοιμόμουν εκεί και να με έβρισκαν την επόμενη ημέρα ήρεμη.
Ρούφηξα λίγο καπνό και συγκεντρώθηκα στις σόλες των παπουτσιών μου. Μετά στα δάχτυλά σου που ακουμπούσαν στο γόνατό σου. Οφείλω να σου εξομολογηθώ ότι ούτε για μία στιγμή δε σκέφτηκα τι να σου πω γιατί γνώριζα ότι δεν επρόκειτο να το κάνω. Θα επέλεγα κάποιον παράδρομο αλλά οι σκέψεις μου πετούσαν κι ούτε αυτό δεν μπορούσα να αποφασίσω.
Πώς να βρω τις λέξεις και πώς να δικαιολογήσω το φόβο μου που με σπρώχνει να γίνομαι άλλος εαυτός; Και γιατί να το δεχτείς και να το καταλάβεις.
Άρχισες να χάνεις την υπομονή σου. Άρχισα να πιέζομαι μέσα στον αέρα του δωματίου, να μη μου φτάνει, να ψάχνω να ξεφύγω. Το μυαλό μου πετούσε σε κερασιές ανθισμένες. Πώς στο καλό το κατάφερνα αυτό απορώ κι εγώ η ίδια. Στη δική μου την αυλή χιόνιζε κάθε χρόνο μήνα Ιούλιο. Και την τελευταία φορά που γύρισα σπίτι τα μούσια του πατέρα μου είχαν ασπρίσει.
Τι να μου πεις και εσύ και τι ζητάς από εμένα. Τα έβαλα μαζί σου και βγήκε ο θυμός να υπερασπίσει τη χαμένη σιγουριά μου. Αποφάσισα ότι σωστότερη λύση ήταν να φύγω. Να μιλήσουμε άλλη ώρα. Πριν αρχίσει το μυαλό μου να ξεπετάει λόγια χωρίς να τα μετράει. Ήταν εύκολο αυτό.
Για δέκα λεπτά. Ίσως και για είκοσι.
Μετά όρμησαν όλα να ψελλιστούν σε γράμματα.
Κυριακή 20 Απριλίου 2014
Το Διακοσιοστό
Φυσικά και δεν κολυμπούν. Έχουν φτιαχτεί για τη στεριά όχι για το νερό.
Και φυσικά δε σκέφτονται. Είναι φτιαγμένοι για να ζουν και όχι για να σκέφτονται.
Ναι, κι εκείνος που σκέφτεται, εκείνος που κάνει τη σκέψη σκοπό του, μπορεί να προχωρήσει πολύ σ' αυτή αλλά έχει αντικαταστήσει τη στέρεα γη με το νερό και κάποια μέρα θα βρεθεί πνιγμένος.
Χέρμαν Έσσε- Ο λύκος της Στέπας
Πέμπτη 10 Απριλίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό Ένατο
Φλερτάρω με την κενή σελίδα. Όπως το μυαλό μου με την παράνοια. Τρελά ερωτευμένοι αυτοί οι δυο εδώ και καιρό.
Αφουγκράζομαι τον κάθε γαμημένο ήχο. Μες στη σιχαμερή σιωπή.
Στη μοναξιά γυρεύω συζήτηση.
Στην πολυκοσμία προσωπικό χώρο και ησυχία.
Όχι ολότελα μόνος ούτε παραδομένος σ' άλλους.
Ακούω τον ήχο του τσιγάρου που καίγεται. Ακούω τον ήχο από τα σπασμένα πλακάκια στο πεζοδρόμιο όταν περνούν βιαστικά οι περαστικοί. Ακούω την καρδιά μου να συμπιέζεται, να συρρικνώνεται, να μην ακουστεί το μπαμ σ' όλη την υδρόγειο.
Κάποιος βήχει.
Πότε ακριβώς σταματάει η αναμονή και πέφτεις ήσυχος για ύπνο; Υποθετικές κουβέντες στο μυαλό μου μέσα και ούτε καν εκεί δε βρίσκω τις σωστές λέξεις.
Δώδεκα και οχτώ.
Δώδεκα και είκοσι δύο.
Δώδεκα και τριάντα εφτά.
Το χαρτάκι καίγεται και βουλιάζω στο μαξιλάρι το δανεικό.
Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014
To Εκατοστό Ενενηκοστό Όγδοο
Το νόημα είναι ότι η ζωή περνάει γρήγορα. Το θέμα δεν είναι τι θα κάνει όταν φτάσεις στα τριάντα. Έφτασες.
Είσαι εκεί. Μονίμως σε μια φάση υπομονής. Και
λες βρήκες την καλύτερη δουλειά, με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Δεν τη θέλω
άλλο την υπομονή για το κάτι καλό που μπορεί κάποτε να έρθει. Γιατί το καλό δεν
είναι αυτό που πιπίλιζα στο μυαλό μου χρόνια τώρα. Να συγκινηθώ μου λες με την
ηρεμία. Δεν τη θέλω τη δουλειά με τα λεφτά και να φτάσω στην υψηλότερη θέση
επαγγελματικά. Άλλοι το επιζητούν. Δε με νοιάζει. Γιατί τι θα έχω μέσα μου όταν
απομακρύνομαι από όσα αγαπώ και τους ανθρώπους που με γεμίζουν ασφυκτικά, να
σκάσω από ευτυχία;
Προτιμώ να τα βγάζω δύσκολα. Κι όταν τελειώνει αυτή η
δουλειά οι υπόλοιπες ώρες της ημέρας να είναι για μένα, σε μια πόλη με ήλιο και
μερικές μέρες συννεφιάς να με μελαγχολούν γλυκά. Να κάνω πράγματα που με
γεμίζουν. Γιατί τότε μόνο δε φαίνεται η ποιότητα της ζωής; Από τις ελεύθερες
ώρες και τα διαλείμματα. Από όσα είναι διαφορετικά και μοναδικά για τον καθένα.
Γι΄ αυτό θα γυρίσω. Όχι θα φύγω. Θα γυρίσω εκεί.
Δε θα δώσω λόγο σε όσους γύρω μου λένε τι είναι για το καλό
μου. Ποιο καλό μου; Είναι συγκεκριμένο και δεδομένο αυτό για όλους; Βγαίνει σε
καλούπια και σε φόρμες και φοριέται απ΄ όλους τους σωματότυπους; Η κοινωνία μας
έχει μάθει πώς η ευτυχία κρύβεται στην επαγγελματική επιτυχία και μετέπειτα
στην οικονομική άνεση. Να βγάλεις λεφτά. Να μη ζορίζεσαι. Να κάνεις αυτό και το
άλλο και το άλλο για το μετέπειτα καλύτερα που θα έρθει. Κι ας έρθει. Είναι
εκεί ο πραγματικός στόχος όλων;
Θύματα όλοι της ίδιας αηδίας.
Η ποιότητα μου ως άνθρωπος φαίνεται αλλού. Η ευτυχία μου
σίγουρα δεν είναι σε δέκα χρόνια που θα έχω καταφέρει ολόκληρο τον κατάλογο.
Καλύτερα να δουλεύω σε κάτι θεωρητικά αδιάφορο, αρχικά, και
να γυρίζω σπίτι και να έχω ώρες δικές μου να διαβάζω όσα επιλέγω από
διαφορετικούς κλάδους και ενδιαφέροντα. Κι αν κάτι θέλετε να μου ευχηθείτε να
είναι προσωπική ηρεμία και ευτυχία με όσα κατάφερα να κάνω μόνη μου. Από το τίποτα
θα χτιστούν όλα.
Δε θέλω να συνειδητοποιήσω ότι πέρασαν χρόνια και ουσιαστικά
το μόνο που έκανα είναι να αναμένω όσα θα κερδίσω με τα τωρινά. Δε θα παγιδευτώ
στο μετά αφού έχω ένα τώρα να ζήσω. Γιατί όλα αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια; Τα
έχουμε ειλικρινά ανάγκη; Πειράζει που θέλω μια απλή ζωή; Μια δουλειά αξιοπρεπή
για το πρακτικό της υπόθεσης, την επιβίωση, βόλτες με φίλους, χρόνο με την
οικογένεια με γέλιο και συζητήσεις χωρίς εντάσεις και ελεύθερο χρόνο για να κατασταλάξεις
στις πολύ προσωπικές σου σκέψεις. Όλα τα άλλα έρχονται. Δε σπούδασα για να βρω
δουλειά κι ας ήταν η αρχική σκέψη αυτή, η πολύ επιφανειακή. Και γι΄αυτό δε θα
σταματήσω τις σπουδές και δώσε σε αυτές όποιον ορισμό εσύ επιθυμείς, μόνο μην
τον κλείνεις στα στενά όρια που του έχει δώσει η κοινωνία. Αλλά δε γίνεται άλλο
να ακολουθούμε τούτη την ωφελιμιστική προσέγγιση στη ζωή μας γιατί τα
μηδενίζουμε όλα. Έμαθα πολλά και θα μάθω άλλα τόσα. Και είμαι ευγνώμον σε όσους
μου τα πρόσφεραν. Και είμαι τυχερή. Χωρίς τα λεφτά σας δε θα είχα γνώση, πόσο
λυπηρό αλήθεια. Και θέλω να είστε χαρούμενοι για εμένα για τους σωστούς λόγους,
να με στηρίζετε για αυτούς. Δεν είναι πολλοί, υγεία και χαμόγελα τα περικλείουν
όλα.
Α.Μ.
Ευχαριστώ πολύ την Α. για τους προβληματισμούς της και τις όμορφες σκέψεις της.
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014
To Eκατοστό Ενενηκοστό Έβδομο
Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει.
Ο ήλιος θα είναι ψηλά, το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο, ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια και τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια.
Ένα σπίτι δε θα είναι ποτέ η χώρα μας, μια πόλη ποτέ η μάνα μας.
Θα μοιράζουμε τα πάντα και πάντα θα κλέβουμε, θα υποσχόμαστε να γίνουμε καλύτεροι και θ’ αποστρέφουμε το κεφάλι. Θα ξενυχτάμε τα βράδια πίσω από μια πλάτη που θα μας ταΐζει όνειρα τα ξημερώματα. Θ’ ακούμε Tom Waits κάθε στιγμή που θα βρέχει και θα υποσχόμαστε την άλλη μέρα το πρωί πως θα κόψουμε το πιοτό. Θα λέμε πως θα γίνουμε καλύτεροι και πως θ’ αλλάξουμε για χάρη της. Θα φεύγουμε από κάθε δουλειά που μας σιχαίνεται και θα διαλέγουμε ένα ακατανόητο ταξίδι.
Δε θα βάζουμε ποτέ τη ζωή μας σε τάξη και θα προδίδουμε το σκυλί που μας ακολουθεί μέχρι την εξώπορτα. Κάθε καλοκαίρι θα πληρώνουμε κάποιον για λίγη ελευθερία και κάθε χειμώνα θα μας παίρνει πίσω οτιδήποτε μας είχε χαρίσει απλόχερα.
Θα διώχνουμε τα φαντάσματα μα εκείνα θα μας υπενθυμίζουν το ναυάγιο της ενηλικίωσης και τους καθοριστικούς έρωτες. Θα κλαίμε και θα γελάμε. Θα γελάμε με αυτά που κλαίμε και θα κλαίμε με αυτά που γελάμε. Οι συγγενείς μας θα είναι δυο στοίβες ρούχα και οι δρόμοι θα ξαποστέλνουν τους υπάλληλους της ψευτιάς.
Θα χορεύουμε στα μέρη που μας ανέχονται και με ανθρώπους που μας αγαπούν μόνο για να θυμόμαστε τι πάει να πει φιλία. Θα μοιραζόμαστε μια βραδιά σ’ ένα καπηλειό όλα τα μυστικά μας με κάποιον άγνωστο και ύστερα δε θα τον ξαναβλέπουμε ποτέ. Θα ζηλεύουμε και θ’ αγαπούμε τα κατορθώματα του διπλανού μας, μα θα τον αγκαλιάζουμε με περίσσια στοργή και θαυμασμό.
Δε θα φοβόμαστε τη μοναξιά και θα τρώμε παγωτό όταν όλα είναι εναντίον μας.
Θα σου ανακατεύω το καφέ και θα με βρίζεις γιατί κοίταξα εκείνο το κορίτσι το προηγούμενο βράδυ. Θα σ’ αγαπώ περισσότερο, θα μ’ αγαπάς λιγότερο και θα σου αγοράζω κρουασάν για να μ’ αγαπήσεις περισσότερο. Θα μας διώχνουν και θα γυρνάμε, θα γυρνάμε και θα μας ξαναδιώχνουν. Θα στεκόμαστε έξω από ένα παράθυρο και θα βρέχει κι εκείνη θα κάνει έρωτα με κάποιον άλλο και θα περιμένουμε το θεό να μας συμπονέσει και δε θα είναι εκεί, γιατί ποτέ δεν είναι εκεί.
Θα λαμπυρίζουν τα μάτια μας και θα γράφουμε κάτι όμορφο χαρίζοντάς το στην ομορφιά. Θα πεθαίνουν άνθρωποι δικοί μας κι εμείς δε θα ήμαστε εκεί. Θα πεθαίνουμε εμείς και θα παρακαλάμε να ήταν κάποιος εκεί. Θα χιονίζει και θα σου κρατώ το χέρι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, θα βρέχει και θα σκέφτεσαι τον πρώην σου. Θα φεύγουμε από τα δύσκολα και θα επιστρέφουμε όταν θα είναι πιο δύσκολα ακόμη. Θ’ αρνιόμαστε να πούμε τέλος, πόσο μάλλον να το πιστέψουμε. Θα ερωτευόμαστε μόνο για μια βραδιά και θ’ αγαπούμε για όλες τις βραδιές. Θα είναι πάντα δύσκολο, θα είναι πάντα εύκολο και θα ήμαστε πάντα εκεί. Θα τρέχουμε να προλάβουμε το κορίτσι στη γωνιά κι εκείνο θα μας κοροϊδεύει.
Θα γιορτάζω τη πιο όμορφη μέρα της ζωής μου κι εσύ θα σηκώνεσαι να φεύγεις. Θα σου ζητάω να πιω και θα μου λες να πάω στο διάολο. Θα σου λέω πως ήμουν εκεί τη προηγούμενη μέρα και θα μου πετάς έναν αναπτήρα στο στήθος. Θα γελάω και θα με σιχαίνεσαι, θα γελάς κι όλος ο κόσμος θα είναι δικός μου.
Θα σου τραγουδώ παράφωνα και θα μου χορεύεις υπέροχα, θα τελειώνει το τραγούδι και θα βάζουμε κάποιο άλλο, πάντα πιο γοητευτικό. Θα μας αποτελειώνουν οι αναμνήσεις σ’ ένα δωμάτιο και θα γιορτάζουμε τη καινούργια αρχή με νέους φίλους. Θα μαγειρεύουμε μακαρόνια τρεις η ώρα το πρωί και θα βάζουμε να δούμε για χιλιοστή φορά την ταινία με τους ερωτευμένους έφηβους. Θα σου διαβάζω ποιήματα και θα αποκοιμιέσαι, θα με θες δίπλα σου κι εγώ θα σου λέω «Άλλο ένα αγάπη μου» και ύστερα θα έρχομαι. Θα είναι Κυριακή και θα σιχαινόμαστε να πάμε τη Δευτέρα για δουλειά. Θα φοβάσαι μην αργήσω, θα σου λέω, «Τους έχω γραμμένους».
Θα με ρωτάς γιατί είμαι θλιμμένος, θα σε ρωτάω γιατί είσαι χαρούμενη. Θα με ρωτάς γιατί είμαι χαρούμενος, θα σε ρωτάω γιατί είσαι θλιμμένη. Θα φεύγουν άνθρωποι, θα έρχονται καινούργιοι. Θα μοιράζεσαι μαζί τους τα ίδια και άλλα τόσα. Θα ξεχνάς να γράψεις κάποια γράμματα κι ας τα χρωστάς εδώ και μήνες. Δε θα τα γράφεις ποτέ τελικά.
Θα προχωράει η ιστορία, θ’ αδυνατείς να τη καταλάβεις, θα τη παρατάς και ύστερα θα τη ξαναπιάνεις, θα τη τελειώνεις και θα γεννούνται μυριάδες ερωτήματα, σε μερικά θα απαντάς, σε άλλα όχι. Θα ‘χεις φτάσει τριάντα χρονών και θα σου αρέσουν για πρώτη φορά τα παραμύθια, θ’ αναρωτιέσαι γιατί, θα τα διαβάζεις με μανία, θα λες πως πρέπει να μην υπήρξες ποτέ παιδί.
Θα χαζεύουμε τότε μαζί μια θάλασσα και θα πουλάμε ταξίδια ο ένας στον άλλο. Δε θα ήμαστε εκεί όταν πρέπει να αναχωρήσουμε, γιατί πάντα ήμαστε κάπου αλλού ώστε να φυγαδεύσουμε ακόμα πιο σημαντικά πράγματα ή και να πάρουμε αγκαλιά κάποιον ώστε να σταματήσει να κρυώνει από τις απώλειες.
Θα συνθηκολογούμε για λίγους μήνες και ύστερα θα τα παρατάμε, γιατί πρέπει να τα παρατάμε αλλιώς θα ξοφλήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε.Θα μας ρωτάνε και δε θα ξέρουμε τι ν’ απαντήσουμε, θα απαντάμε και θα σαστίζουν με τα λόγια μας. Θα φοράμε μαύρα το χειμώνα και κόκκινα με λευκά το καλοκαίρι. Θα σφυρίζουμε στον άνεμο με αγριάδα σα να χορεύουν οι φωνές μας.
Θα με παίρνεις τηλέφωνο και δε θα είσαι πια τρυφερή. Θα σε παίρνω τηλέφωνο και δε θα το σηκώνεις γιατί δε θα σημαίνω τίποτα πια για σένα. Θα σιχαίνομαι τους φίλους σου, θα σιχαίνεσαι τους δικούς μου. Θα είναι οι μέρες ηλιόλουστες, θα είναι οι μέρες βροχερές και θα περνούν τα χρόνια. Θα μακραίνουν τα μαλλιά μας, θα ασχημαίνουν τα κορμιά μας.
Θα διαβάσουμε μια νύχτα τα κιτάπια μας και θα αποφασίσουμε να χαθούμε. Θα χαθούμε.Μακριά, για πάντα. Ο ήλιος θα είναι ψηλά και το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο. Ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια, τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια. Θα είμαστε δυο κόκκοι άμμου στην άκρη του κόσμου. Κι όλα θα τελειώνουν κι όλα θα ξαναρχίζουν.
Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει.
[Γιάννης Ζελιαναίος, από την ποιητική συλλογή Άννα.]
Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό Έκτο
-Πες μου μια ιστορία ακόμη.
Ήσουν χωμένος στα μαλλιά μου, τα μπλεγμένα. Μάτια κλειστά και περίεργα σφιχτή αγκαλιά.
-Για τι πράγμα;
-Για ότι θέλεις...
Να σου πω για το φεγγάρι που γινότανε μαγικός καθρέφτης, ή μήπως να μείνω λίγο ακόμη στις γραμμές σου, να μην πω λέξη. Να μην πω λέξη... Να βυθιστούμε στην ησυχία.
-Θα σου πω για τη γάτα που γουργούριζε...
-Νομίζω γάτος είναι.
-Ένας γάτος που είχε χαθεί στο δρόμο...
-Και είχε ξεχάσει να αγαπά.
-Να αγαπά;
-Και γουργούριζε σε αγκαλιές να ξεχαστεί...
Πήρες το κουβάρι μου, το ξετύλιξες μπροστά μου. Και ύστερα βουβάθηκες ξανά.
-Και τι άλλο;
Δε γινόταν να με αφήσεις στην αγωνία μου. Ήσουν υποχρεωμένος να μου πεις τι απέγινε ο ήρωας, ο προ δίλεπτου δημιουργημένος.
-Τίποτα άλλο. Θα γουργουρίσω στην αγκαλιά σου λίγο ακόμη. Μέχρι να αποκοιμηθώ.
-Κι αύριο που θα έχει περάσει το σκοτάδι το δύσκολο θα με ξεχάσεις.
Έσταζα παράπονο. Περίμενα να μου δώσεις τις λέξεις, ίδιες με φάρμακο, να με ηρεμήσουν.
-Όχι, αλλά δε θα σε πάρω μαζί μου.
-Θα με φιλήσεις πριν φύγεις;
-Τρυφερά...
-Όχι! Με πάθος θέλω. Με έρωτα να με χαιρετήσεις.
-Χάιδεψέ με όπως πριν...
Έγιναν τα δάχτυλά μου φτερά να σε αγγίξουν. Να σε νανουρίσουν. Να μην ανοίξεις τα μάτια. Μήπως και είναι ύπνος μαγικός. Να περάσω για λίγο από όλες τις διαδρομές του σώματός σου.
-Θα μου μάθεις να γίνω και εγώ έτσι;
-Πώς;
-Χαμένος, αρνητής της αγάπης, γάτος.
-Αύριο θα έχεις γίνει, μικρό μου.
Ήσουν χωμένος στα μαλλιά μου, τα μπλεγμένα. Μάτια κλειστά και περίεργα σφιχτή αγκαλιά.
-Για τι πράγμα;
-Για ότι θέλεις...
Να σου πω για το φεγγάρι που γινότανε μαγικός καθρέφτης, ή μήπως να μείνω λίγο ακόμη στις γραμμές σου, να μην πω λέξη. Να μην πω λέξη... Να βυθιστούμε στην ησυχία.
-Θα σου πω για τη γάτα που γουργούριζε...
-Νομίζω γάτος είναι.
-Ένας γάτος που είχε χαθεί στο δρόμο...
-Και είχε ξεχάσει να αγαπά.
-Να αγαπά;
-Και γουργούριζε σε αγκαλιές να ξεχαστεί...
Πήρες το κουβάρι μου, το ξετύλιξες μπροστά μου. Και ύστερα βουβάθηκες ξανά.
-Και τι άλλο;
Δε γινόταν να με αφήσεις στην αγωνία μου. Ήσουν υποχρεωμένος να μου πεις τι απέγινε ο ήρωας, ο προ δίλεπτου δημιουργημένος.
-Τίποτα άλλο. Θα γουργουρίσω στην αγκαλιά σου λίγο ακόμη. Μέχρι να αποκοιμηθώ.
-Κι αύριο που θα έχει περάσει το σκοτάδι το δύσκολο θα με ξεχάσεις.
Έσταζα παράπονο. Περίμενα να μου δώσεις τις λέξεις, ίδιες με φάρμακο, να με ηρεμήσουν.
-Όχι, αλλά δε θα σε πάρω μαζί μου.
-Θα με φιλήσεις πριν φύγεις;
-Τρυφερά...
-Όχι! Με πάθος θέλω. Με έρωτα να με χαιρετήσεις.
-Χάιδεψέ με όπως πριν...
Έγιναν τα δάχτυλά μου φτερά να σε αγγίξουν. Να σε νανουρίσουν. Να μην ανοίξεις τα μάτια. Μήπως και είναι ύπνος μαγικός. Να περάσω για λίγο από όλες τις διαδρομές του σώματός σου.
-Θα μου μάθεις να γίνω και εγώ έτσι;
-Πώς;
-Χαμένος, αρνητής της αγάπης, γάτος.
-Αύριο θα έχεις γίνει, μικρό μου.
Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό Πέμπτο
Το Είναι και το Μη-Δεν
Δεν είμαι κέικ να με φτιάξεις ούτε ανθοδέσμη να συνθέσεις
δεν είμαι πέτρα ούτε χώμα να με πλάσεις
δεν είμαι επιφάνεια για να με ζωγραφίσεις
ούτε έχω χρώμα για να καθορίσεις
δεν είμαι γράμμα φως ανθός δεν είμαι ουρανός
ούτε αντανάκλαση επιθυμίας ευθυμίας
δεν είμαι γάργαρο νερό να ξεδιψάσεις
ούτε και ψέμα για να με ξεχάσεις
και μην πιστεύεις μη νομίζεις μην ελπίζεις
αέρας είμαι και φτιαγμένη από τις δικές μου αρνήσεις
~http://mambo-tango.blogspot.gr/2013/04/blog-post_24.html
Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό Τέταρτο
Ultimately, we will lose each other to something. I would hope for grand circumstance - death or disaster. But it might not be that way at all. It might be that you walk out one morning after making love to buy cigarettes, and never return, or I fall in love with another man. It might be a slow drift into indifference. Either way, we'll have to learn to bear the weight of the eventuality that we will lose each other to something. So why not begin now, while your head rests like a perfect moon in my lap, and the dogs on the beach are howling? Why not reach for the seam in this South Indian night and tear it, just a little, so the falling can begin? Because later, when we cross each other on the streets, and are forced to look away, when we've thrown the disregarded pieces of our togetherness into bedroom drawers and the smell of our bodies is disappearing like the sweet decay of lilies - what will we call it, when it's no longer love?~Tishani Doshi, Love Poem
Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό Τρίτο
Τα χρώματα είναι μέσα μου. Όπως ακριβώς και οι λέξεις που δεν μπορώ να σου πω. Τα δεκαπέντε τετραγωνικά αν τα ξεδιπλώσεις σε γραμμές, σε ευθείες που ενώνουν τα άχρηστα σημεία θα σου δώσουν αποτέλεσμα κάτι χιλιάδες όνειρα που ζητάνε να πραγματοποιηθούν. Μα τα χέρια είναι κρύα, τα χείλη έχουν ανάμικτη γεύση τσιγάρου και μήλου ξεφλουδισμένου. Τα χέρια είναι κρύα. Ποτέ δεν κατάλαβες τη σοβαρότητα αυτής της πρότασης. Γεμάτα ανασφάλεια ανίκανα να πλάσουν. Και το μυαλό κενό, δε βοηθάει τίποτα, ούτε το αδύναμο φως, ούτε η ψεύτικη μουσική, ούτε οι βόλτες, ούτε εσύ, ούτε ο άλλος που μου μιλάει και τι λέει άραγε και με κοιτά μες στα μάτια. Καρφωμένος μπροστά μόνο ο προορισμός και αυτός χαλάει και χάνεται που και που. Μήπως μπερδεύτηκα και τον έκρινα εσφαλμένα. Και εδώ αναμονή. Εδώ μέρος της διαδρομής. Και άγνωστα όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Άγνωστος κι εσύ που σου γράφω. Αναζητείται έμπνευση θέλω να φωνάξω. Να μάθω πώς να αναπνέω σωστά. Μα όλοι μου φαίνονται με πρόσωπα κουρασμένα και από εμένα ζητάνε δύναμη και πώς να εξηγήσω ότι εγώ είμαι ο αχρηστότερος απ' όλους.
Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014
Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό Πρώτο
Αγαπητέ μου,
ήτανε πρωτίστως αγάπη δίχως βύσμα.
Και τα έριξα μέσα όλα και ήπια με τη μία το ποτήρι μου, κούπα. Να καεί ο λαιμός.
Χωρίς βοήθεια και προσπάθησα να φτιάξω τους χάρτες σου, μέσα από γρήγορες σημειώσεις. Όταν δε με παρατηρούσες, θολωμένα μου μάτια.
Και εσύ τίποτα δε χρειάζεται να κάνεις. Όσο μπορείς αγάπα με σιωπηλά. Χωρίς να ξέρω ούτε ένα λόγο που κάθεσαι μαζί μου, να μοιράζεσαι μισό πάπλωμα τα βράδια.
Οι μέρες οι τωρινές είναι ψεύτικες ανοιξιάτικες. Μπερδεύονται κάτι μικρά μπούμπουκα. Άσπρα. Και έγιναν μετά γκρι, ένα με το δρόμο.Να μου δίνες άλλο ένα τέτοιο φιλί. Να σταματήσω να λυπούμαι να τινάζομαι τα βράδια από τούτα τα όνειρα τα παλαβωμένα. Τώρα. Έλα. Και με τα δυο σου αυτά τα χείλη να μου κλέψεις μετρημένα, δύο, λόγια ακριβά.
Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014
Το Εκατοστό Ενενηκοστό
Είναι ένα πάρκο κυκλικό με μια μαρμαρωμένη μάγισσα στη μέση να σε κοιτά.
Πέντε χρονών μαζεύαμε εκεί αδέσποτα κουτάβια και τα κρύβαμε σε αυλές από στοιχειωμένα σπίτια. Φτιάχναμε αρχηγεία με σανίδες πάνω σε κλαδιά από πλατάνια και κυνηγούσαμε δράκους. Σημείο συνάντησης μετά το μεσημεριανό και βόλτες με ποδήλατα. Καθίσαμε εκεί για ώρες, που αν τις μαζέψεις χτίζεις μέρες, προσπαθώντας να λύσουμε όσα δεν επιζητούσαν λύσεις. Κάτι φιλιά ντροπαλά εκεί και με άγγιξες ίσα με δύο φορές στο μάγουλο, θυμάμαι. Κρυφά τσιγάρα κάπου στις τέσσερις ένα βράδυ και ο ουρανός ήταν ροζ από τα σύννεφα που μας είχαν τυλίξει. Εκεί ξαπλώσαμε μαζί να ανοιγοκλείσουμε χέρια και πόδια να παραστήσουμε τους αγγέλους, να μουσκεφτούμε από τα χιόνια και να γελάσουμε μέχρι το ξημέρωμα. Εκεί μαλώσαμε, εκεί τα βρήκαμε και πάλι. Εκεί μου ψέλισες ότι το σπίτι σου διαλύθηκε στον αέρα. Εκεί ένα σ' αγαπώ ζωγραφίστηκε στην πλάτη μου πάνω. Εκεί έμαθα αλήθειες που νόμιζα για καιρό ότι μόνο ψέμματα θα μπορούσαν να είναι. Εκεί ούρλιαξα ένα βράδυ μαζί σου να μας φύγουν τα νεύρα και κρύφτηκα σε άγνωστες πολυκατοικίες να γλιτώσουμε από τους περίεργους γείτονες. Σιγοτραγουδήσαμε τα τραγούδια μας και κλάψαμε και λίγο.
Και έκανα προσπάθεια να σε δω ξανά όπως είσαι.
Μα τίποτα δεν έγινε.
Έξι δρόμοι τριγύρω να απλώνονται.
Δε δέχομαι κανείς να μιλάει άσχημα για το εδώ. Μόνο εγώ, μπορεί και κάνα δυο ακόμη, να δικαιούνται να πουν ότι δεν αντέχουν να μείνουν ούτε μία μέρα ακόμη.
Σ' αγαπώ σαν το πατρικό μου σπίτι το φορτωμένο. Με βαραίνεις και θέλω να σ' αποφύγω. Δε σ' απαρνιέμαι, μη νιώθεις ότι αδικείσαι.
Όλη μου η ζωή έχει τη μυρωδιά της υγρασίας και των πεσμένων φύλλων. Εδώ ψηλά ο αέρας είναι κρύος και σου κλέβει την ανάσα.
Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014
To Εκατοστό Ογδοηκοστό Ένατο
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι συμβουλές. Κι αυτό γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, ωστόσο κάποιες ανάγκες είναι κοινές. Και η πανανθρώπινη αλήθεια είναι πως κάτω από αυτόν τον ουρανό όλοι είμαστε ίσοι κι έχουμε μόνο μια ζωή για να ζήσουμε.
Ας βάλουμε κάποια στάνταρ στην ζωή μας. Αναρωτήσου, αν έχεις ταξιδέψει αρκετά. Αν όχι κάντο ακόμα κι αν είναι το χωριό δίπλα σου. Άνοιξε τους ορίζοντές σου. Δοκίμασε νέα πράγματα, βάζοντας στην άκρη τον φόβο. Συνήθως αυτά που έχεις να κερδίσεις είναι πολύ περισσότερα από αυτά που νομίζεις ότι θα χάσεις.
Μην παρατάς τον εαυτό σου και μην γίνεσαι οι ρόλοι που υιοθετείς. Μην στριμώχνεσαι σε πλαίσια που σε αναγκάζουν να θυσιάσεις το ποιος είσαι. Η ζωή είναι μικρή για να την σπαταλήσεις σε ανούσιες καταστάσεις και τα νιάτα τα έχεις μόνο μια φορά.
Ένα βήμα προς την απελευθέρωση είναι να σταματήσεις να πιστεύεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου. Η μανία του να έχεις τον έλεγχο σε όλα σε κάνει να αλλοιώνεις τα όνειρά σου. Και πιο πιθανό γίνεται το να ακολουθήσεις τα όνειρα κάποιου άλλου, μόνο και μόνο γιατί θα μπορείς να τα ελέγχεις, αλλά όχι να τα χαρείς.
Πες “σ’ αγαπώ” στα άτομα που αγαπάς γιατί δεν θα τα έχεις για πάντα δίπλα σου και μπορεί ακόμα και να το πεις, ν’ αλλάξει την ζωή κάποιου. Πολέμησε για τις ιδέες σου και μην αφήνεις τον εαυτό σου να γίνεται θύμα. Αγωνίσου για τα πιστεύω σου, αγωνίσου σαν να είναι η τελευταία φορά.
Πέτα τα περιττά. Μέτριους ανθρώπους, συνήθειες, άσχημα συναισθήματα. Ότι σε χαλάει κόψτο και μην κολλάς. Πάντα υπάρχει κάτι νέο ν’ ανακαλύψεις. Δεν είσαι η εθνικότητά σου, το φύλο σου, η επαγγελματική σου ιδιότητα και οι σπουδές σου. Δεν αποτυπώνεται το ποιος είσαι, μέσα σου, στην ταυτότητα και τα πτυχία σου.
Οι μικρές στιγμές είναι ανεκτίμητες. Έχεις χρόνο και την υγεία σου; Απόλαυσέ τες. Είναι τα φιλιά στην\στον αγαπημένη\αγαπημένο σου; Είναι το ατένισμα του ουρανού και της θάλασσας; Είναι η κουβέντα με έναν φίλο; Είναι η μελωδία από ένα τραγούδι ή ο στίχος από ένα ποίημα; Πάρε το μέγιστο και φύλαξέ το στην καρδιά σου.
Η χαρά δεν χορταίνεται, αλλά γι’ αυτό πρέπει να έχεις γευτεί και την λύπη, να έχεις νιώσει τις αντιθέσεις και να έχεις ωριμάσει μέσα από αυτή την διαδικασία που απαιτεί ο κύκλος της ζωής, η μύηση στην ουσία της.
Ζεις μονάχα μια φορά, αλλά πεθαίνεις κάθε μέρα αν έχεις αφήσει όλα τα παραπάνω να μην συμβούν ποτέ, αν μετράς τις μέρες κι απομακρύνεσαι από το παιδί που κάποτε ήσουν. Μακρυά από οδηγούς αυτοβελτίωσης και όλες τις new-age ανοησίες. Ψάξε την αλήθεια σου και κράτα σταθερά το τιμόνι της καρδιάς, σταθερά προς το Μεγάλο και Ωραίο, Άγνωστο.
Καλή χρονιά!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)