Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

To Eκατοστό Ενενηκοστό Έβδομο

Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει.
Ο ήλιος θα είναι ψηλά, το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο, ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια και τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια.
Ένα σπίτι δε θα είναι ποτέ η χώρα μας, μια πόλη ποτέ η μάνα μας.
Θα μοιράζουμε τα πάντα και πάντα θα κλέβουμε, θα υποσχόμαστε να γίνουμε καλύτεροι και θ’ αποστρέφουμε το κεφάλι. Θα ξενυχτάμε τα βράδια πίσω από μια πλάτη που θα μας ταΐζει όνειρα τα ξημερώματα. Θ’ ακούμε Tom Waits κάθε στιγμή που θα βρέχει και θα υποσχόμαστε την άλλη μέρα το πρωί πως θα κόψουμε το πιοτό. Θα λέμε πως θα γίνουμε καλύτεροι και πως θ’ αλλάξουμε για χάρη της. Θα φεύγουμε από κάθε δουλειά που μας σιχαίνεται και θα διαλέγουμε ένα ακατανόητο ταξίδι.
Δε θα βάζουμε ποτέ τη ζωή μας σε τάξη και θα προδίδουμε το σκυλί που μας ακολουθεί μέχρι την εξώπορτα. Κάθε καλοκαίρι θα πληρώνουμε κάποιον για λίγη ελευθερία και κάθε χειμώνα θα μας παίρνει πίσω οτιδήποτε μας είχε χαρίσει απλόχερα.
Θα διώχνουμε τα φαντάσματα μα εκείνα θα μας υπενθυμίζουν το ναυάγιο της ενηλικίωσης και τους καθοριστικούς έρωτες. Θα κλαίμε και θα γελάμε. Θα γελάμε με αυτά που κλαίμε και θα κλαίμε με αυτά που γελάμε. Οι συγγενείς μας θα είναι δυο στοίβες ρούχα και οι δρόμοι θα ξαποστέλνουν τους υπάλληλους της ψευτιάς.
Θα χορεύουμε στα μέρη που μας ανέχονται και με ανθρώπους που μας αγαπούν μόνο για να θυμόμαστε τι πάει να πει φιλία. Θα μοιραζόμαστε μια βραδιά σ’ ένα καπηλειό όλα τα μυστικά μας με κάποιον άγνωστο και ύστερα δε θα τον ξαναβλέπουμε ποτέ. Θα ζηλεύουμε και θ’ αγαπούμε τα κατορθώματα του διπλανού μας, μα θα τον αγκαλιάζουμε με περίσσια στοργή και θαυμασμό.
Δε θα φοβόμαστε τη μοναξιά και θα τρώμε παγωτό όταν όλα είναι εναντίον μας.
Θα σου ανακατεύω το καφέ και θα με βρίζεις γιατί κοίταξα εκείνο το κορίτσι το προηγούμενο βράδυ. Θα σ’ αγαπώ περισσότερο, θα μ’ αγαπάς λιγότερο και θα σου αγοράζω κρουασάν για να μ’ αγαπήσεις περισσότερο. Θα μας διώχνουν και θα γυρνάμε, θα γυρνάμε και θα μας ξαναδιώχνουν. Θα στεκόμαστε έξω από ένα παράθυρο και θα βρέχει κι εκείνη θα κάνει έρωτα με κάποιον άλλο και θα περιμένουμε το θεό να μας συμπονέσει και δε θα είναι εκεί, γιατί ποτέ δεν είναι εκεί.
Θα λαμπυρίζουν τα μάτια μας και θα γράφουμε κάτι όμορφο χαρίζοντάς το στην ομορφιά. Θα πεθαίνουν άνθρωποι δικοί μας κι εμείς δε θα ήμαστε εκεί. Θα πεθαίνουμε εμείς και θα παρακαλάμε να ήταν κάποιος εκεί. Θα χιονίζει και θα σου κρατώ το χέρι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, θα βρέχει και θα σκέφτεσαι τον πρώην σου. Θα φεύγουμε από τα δύσκολα και θα επιστρέφουμε όταν θα είναι πιο δύσκολα ακόμη. Θ’ αρνιόμαστε να πούμε τέλος, πόσο μάλλον να το πιστέψουμε. Θα ερωτευόμαστε μόνο για μια βραδιά και θ’ αγαπούμε για όλες τις βραδιές. Θα είναι πάντα δύσκολο, θα είναι πάντα εύκολο και θα ήμαστε πάντα εκεί. Θα τρέχουμε να προλάβουμε το κορίτσι στη γωνιά κι εκείνο θα μας κοροϊδεύει.
Θα γιορτάζω τη πιο όμορφη μέρα της ζωής μου κι εσύ θα σηκώνεσαι να φεύγεις. Θα σου ζητάω να πιω και θα μου λες να πάω στο διάολο. Θα σου λέω πως ήμουν εκεί τη προηγούμενη μέρα και θα μου πετάς έναν αναπτήρα στο στήθος. Θα γελάω και θα με σιχαίνεσαι, θα γελάς κι όλος ο κόσμος θα είναι δικός μου.
Θα σου τραγουδώ παράφωνα και θα μου χορεύεις υπέροχα, θα τελειώνει το τραγούδι και θα βάζουμε κάποιο άλλο, πάντα πιο γοητευτικό. Θα μας αποτελειώνουν οι αναμνήσεις σ’ ένα δωμάτιο και θα γιορτάζουμε τη καινούργια αρχή με νέους φίλους. Θα μαγειρεύουμε μακαρόνια τρεις η ώρα το πρωί και θα βάζουμε να δούμε για χιλιοστή φορά την ταινία με τους ερωτευμένους έφηβους. Θα σου διαβάζω ποιήματα και θα αποκοιμιέσαι, θα με θες δίπλα σου κι εγώ θα σου λέω «Άλλο ένα αγάπη μου» και ύστερα θα έρχομαι. Θα είναι Κυριακή και θα σιχαινόμαστε να πάμε τη Δευτέρα για δουλειά. Θα φοβάσαι μην αργήσω, θα σου λέω, «Τους έχω γραμμένους».
Θα με ρωτάς γιατί είμαι θλιμμένος, θα σε ρωτάω γιατί είσαι χαρούμενη. Θα με ρωτάς γιατί είμαι χαρούμενος, θα σε ρωτάω γιατί είσαι θλιμμένη. Θα φεύγουν άνθρωποι, θα έρχονται καινούργιοι. Θα μοιράζεσαι μαζί τους τα ίδια και άλλα τόσα. Θα ξεχνάς να γράψεις κάποια γράμματα κι ας τα χρωστάς εδώ και μήνες. Δε θα τα γράφεις ποτέ τελικά.
Θα προχωράει η ιστορία, θ’ αδυνατείς να τη καταλάβεις, θα τη παρατάς και ύστερα θα τη ξαναπιάνεις, θα τη τελειώνεις και θα γεννούνται μυριάδες ερωτήματα, σε μερικά θα απαντάς, σε άλλα όχι. Θα ‘χεις φτάσει τριάντα χρονών και θα σου αρέσουν για πρώτη φορά τα παραμύθια, θ’ αναρωτιέσαι γιατί, θα τα διαβάζεις με μανία, θα λες πως πρέπει να μην υπήρξες ποτέ παιδί.
Θα χαζεύουμε τότε μαζί μια θάλασσα και θα πουλάμε ταξίδια ο ένας στον άλλο. Δε θα ήμαστε εκεί όταν πρέπει να αναχωρήσουμε, γιατί πάντα ήμαστε κάπου αλλού ώστε να φυγαδεύσουμε ακόμα πιο σημαντικά πράγματα ή και να πάρουμε αγκαλιά κάποιον ώστε να σταματήσει να κρυώνει από τις απώλειες.
Θα συνθηκολογούμε για λίγους μήνες και ύστερα θα τα παρατάμε, γιατί πρέπει να τα παρατάμε αλλιώς θα ξοφλήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε.Θα μας ρωτάνε και δε θα ξέρουμε τι ν’ απαντήσουμε, θα απαντάμε και θα σαστίζουν με τα λόγια μας. Θα φοράμε μαύρα το χειμώνα και κόκκινα με λευκά το καλοκαίρι. Θα σφυρίζουμε στον άνεμο με αγριάδα σα να χορεύουν οι φωνές μας.
Θα με παίρνεις τηλέφωνο και δε θα είσαι πια τρυφερή. Θα σε παίρνω τηλέφωνο και δε θα το σηκώνεις γιατί δε θα σημαίνω τίποτα πια για σένα. Θα σιχαίνομαι τους φίλους σου, θα σιχαίνεσαι τους δικούς μου. Θα είναι οι μέρες ηλιόλουστες, θα είναι οι μέρες βροχερές και θα περνούν τα χρόνια. Θα μακραίνουν τα μαλλιά μας, θα ασχημαίνουν τα κορμιά μας.
Θα διαβάσουμε μια νύχτα τα κιτάπια μας και θα αποφασίσουμε να χαθούμε. Θα χαθούμε.Μακριά, για πάντα. Ο ήλιος θα είναι ψηλά και το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο. Ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια, τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια. Θα είμαστε δυο κόκκοι άμμου στην άκρη του κόσμου. Κι όλα θα τελειώνουν κι όλα θα ξαναρχίζουν.
Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει.
[Γιάννης Ζελιαναίος, από την ποιητική συλλογή Άννα.]

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Το Εκατοστό Ενενηκοστό Έκτο

-Πες μου μια ιστορία ακόμη.
Ήσουν χωμένος στα μαλλιά μου, τα μπλεγμένα. Μάτια κλειστά και περίεργα σφιχτή αγκαλιά.
-Για τι πράγμα;
-Για ότι θέλεις...
Να σου πω για το φεγγάρι που γινότανε μαγικός καθρέφτης, ή μήπως να μείνω λίγο ακόμη στις γραμμές σου, να μην πω λέξη. Να μην πω λέξη... Να βυθιστούμε στην ησυχία.
-Θα σου πω για τη γάτα που γουργούριζε...
-Νομίζω γάτος είναι.
-Ένας γάτος που είχε χαθεί στο δρόμο...
-Και είχε ξεχάσει να αγαπά.
-Να αγαπά;
-Και γουργούριζε σε αγκαλιές να ξεχαστεί...
Πήρες το κουβάρι μου, το ξετύλιξες μπροστά μου. Και ύστερα βουβάθηκες ξανά.
-Και τι άλλο;
Δε γινόταν να με αφήσεις στην αγωνία μου. Ήσουν υποχρεωμένος να μου πεις τι απέγινε ο ήρωας, ο προ δίλεπτου δημιουργημένος.
-Τίποτα άλλο. Θα γουργουρίσω στην αγκαλιά σου λίγο ακόμη. Μέχρι να αποκοιμηθώ.
-Κι αύριο που θα έχει περάσει το σκοτάδι το δύσκολο θα με ξεχάσεις.
Έσταζα παράπονο. Περίμενα να μου δώσεις τις λέξεις, ίδιες με φάρμακο, να με ηρεμήσουν.
-Όχι, αλλά δε θα σε πάρω μαζί μου.
-Θα με φιλήσεις πριν φύγεις;
-Τρυφερά...
-Όχι! Με πάθος θέλω. Με έρωτα να με χαιρετήσεις.
-Χάιδεψέ με όπως πριν...
Έγιναν τα δάχτυλά μου φτερά να σε αγγίξουν. Να σε νανουρίσουν. Να μην ανοίξεις τα μάτια. Μήπως και είναι ύπνος μαγικός. Να περάσω για λίγο από όλες τις διαδρομές του σώματός σου.
-Θα μου μάθεις να γίνω και εγώ έτσι;
-Πώς;
-Χαμένος, αρνητής της αγάπης, γάτος.
-Αύριο θα έχεις γίνει, μικρό μου.