Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Ογδοηκοστό

 
Μη μιλάς για τους δρόμους. Κλείσε τα χείλη σου και σφράγισέ τα μέχρι να με ξαναδείς. Μην παρεξηγείς τις λάθος λέξεις μου ή την αδιάφορη σιωπή μου. Μόνο αν μπορούσα να πω ότι όλα προοικονομούν το πόσο θα μου λείψεις. Μην είσαι σκληρός, μη με κοιτάς. Μη δεις πόσο ευάλωτη νιώθω. Μακριά σου. Νομίζω διαρκεί πολύ αυτό το μακριά. Ο χρόνος κόλλησε νομίζω. Δεν περνούν τα δευτερόλεπτα και δε βρίσκομαι πουθενά. Σίγουρα όχι στο τώρα. Το λεωφορείο έφτασε και βουίζει η μηχανή του. Ο κόσμος κρέμεται από τα κίτρινα χερούλια. Κρύος αέρας από το ανοιχτό παράθυρο. Ο χρόνος δεν κόλλησε παρά μόνο τρέχει και έφτασε φθινόπωρο. Διέσχισα όλη την πόλη και έζησα γύρω στις είκοσι ζωές στα πρόσωπα των άλλων. Γερμένοι ώμοι και ξένα ρούχα. Μόνο να φτάσω σπίτι. Κι ας μην είναι το δικό μου. Μόνο να φύγει το σήμερα από πάνω μου. Να τρέξω παρακάτω να δω τη συνέχεια. Δε θα είναι καλή, λέει ο μισός εαυτός. Θα είναι για καλό, ο άλλος μισός.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Ένατο

Πόσο καιρό όμως θα τον είχε βασανίσει η συμπόνια; 
Όλη του τη ζωή; Έναν ολόκληρο χρόνο; Ένα μήνα; Ή μια εβδομάδα μόλις; 
Πώς θα μπορούσε να το μάθει; Πώς θα μπορούσε να το εξακρινώσει; 
Ο οποιοσδήποτε φοιτητής της φυσικής μπορεί πειραματικά να διερευνήσει την ακρίβεια μιας επιστημονικής υπόθεσης. Ο άνθρωπος όμως καθώς δεν έχει παρά μια και μόνο ζωή, δεν έχει καμιά δυνατότητα να εξακριβώσει την υπόθεση μέσα από την εμπειρία., έτσι ποτέ να μην μπορεί να μάθει αν έχει δίκιο ή άδικο να υπακούσει στο αίσθημά του.

~Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι 

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Όγδοο

Γράφω ότι ο έρωτάς μου για σένα θυμίζει τον αέρα.
Κι αν ποτέ δεν καταφέρω να γράψω ένα ποίημα για τα δικά σου στάνταρ μπορώ να σου αφιερώσω στίχους από τραγούδια που ποτέ δε θα άκουγες.
Και μετά θα 'ρθω να σε φιλήσω στη στάση του λεωφορείου,
στην εξώπορτα μπροστά,
στο κρεβάτι με το βαρύ πάπλωμα,
δίπλα στη λάμπα με το θολό φως.
Θα ανάψουμε ένα τσιγάρο,
αφού ανέβουμε τα πέντε σκαλοπάτια
και γυμνοί θα κρεμαστούμε στο παράθυρο να φυσήξουμε τον καπνό.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Έβδομο

Έγινε παραζάλη και προσάναμα. 
Χτίστηκε όλη μόνη της. Από τα θαμένα απομεινάρια των προηγούμενων χρόνων. Πήρε μορφή και ένα πρόσωπο πανέμορφο. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Με προκαλούσε να ορμήξω τρέχοντας στο ρέμα μπροστά. Και με αυτή την οργή, την άγνωστη, την παρεξηγημένη, να βυθιστώ εκεί στα νερά.
Όταν είδε ότι έμενα παγωμένη μόνο να την κοιτώ με κράτησε τρυφερά από το χέρι, να με συντροφεύει με τη φιγούρα την αόριστη σε κάθε βήμα. Λες και την έπλασε αυτός και όχι εγώ σε ένα άλλο εγώ μπουκωμένο με σύγχυση. Είναι επιλεκτική και γεμάτη μυστήριο. Εμφανίζεται εκεί που δεν την περιμένω. Να με γεμίζει με αυτό το βάρος. Και δεν μπορώ να βρω τρόπο να της τραβήξω το χέρι μακριά, να κάνω έτσι μια απότομη κίνηση να φύγω από κοντά της. Να ξεφύγω από αυτά τα μουρμουρητά. Τα ατελείωτα. Τη ρώτησα το όνομά της, σκέφτηκα τη λένε ζήλεια, αλλά δε μου απάντησε. Κι όσο την γνωρίζω νομίζω παρερμήνευσα. Άλλη γυναίκα είναι αυτή. Πιο προσωπική και τυραννία μεγάλη.

Περί Παρεξηγήσεων και Εξηγήσεων

Μια μέρα θα έχω βρει κάτι σημαντικό για να σου γράψω. Θα κυλάνε οι λέξεις εύκολα και δε θα ξαναμουσκευτεί το χαρτί από το κύμα της θάλασσας που μας έφτασε στην άμμο. Δε θα ψάχνομαι στα μικρά και στα ανούσια, θα υπάρχει Αυτό, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα. Έτσι, για να υποδηλωθεί η σημαντικότητά του. 
Φτάνουν πια αυτές οι μέρες. Οι στάσιμες. Οι αγωνιώδεις. Φτάνουν και οι συζητήσεις με υπεκφυγές και αοριστολογίες. 
Μια μέρα θα σου τα πω όλα, γιατί θα τα έχω βρει. Και νομίζω είναι εδώ μπροστά αλλά αρνούμαι να βγω από το σκοτάδι που έχω βολευτεί. Κι αν τώρα αδυνατώ νομίζω είναι το άγχος της αναζήτησης. Νομίζω κι εσύ με αγχώνεις. Λίγο. Κάποιες φορές περισσότερο. Σταμάτα να μου υπενθυμίζεις ότι χάνω το χρόνο μου. Μπορεί να βρω αλήθεια διαφορετική από τη δική σου.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

To Εκατοστό Εβδομηκοστό Έκτο

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας-
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβήνει.

~Φωνές . Κ. Π. Καβάφης, Από τα ποίηματα 1897-1933


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Πέμπτο

Σ’ εκείνους που μέσα σε θυελλώδεις νύχτες εξεγέρσεων
ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό.
Σ’ αυτούς που δεν τους έμεινε καιρός.
Σ’ εκείνους που τους ξέχασαν,
στη γλυκύτητα του ύπνου όταν όλοι μας είχαν εγκαταλείψει.
Στους καθρέφτες που κοιταχτήκαμε,
στις θάλασσες που δεν θα ταξιδέψουμε.
Στα μονοπάτια που περπατήσαμε ερωτευμένοι κι ίσως να μην ξαναγυρίσαμε από τότε.
Στη Μοίρα, στην ωραία νεότητα.
Στους διαβάτες (κι εγώ πού πήγαινα; κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ζήτησα; Μα τώρα είναι αργά - ώρα να φεύγω)
Στα αποδημητικά πουλιά.
Στις ατμομηχανές που κουράστηκαν κι έγειραν το πλευρό να κοιμηθούνε.
Στις καλαμποκιές όταν τις λούζει το φεγγάρι.
Στην αλληλογραφία ενός αγγέλου μ’ ένα παιδί.
Σ’ εκείνους που άργησαν,
σ’ αυτούς που δε θα ξανάρθουν.


~Tάσος Λειβαδίτης ”Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου” 
Κέδρος, 1990

gingercatsneeze:The Winged Man’s Burden

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Τέταρτο


Και θα σε αγαπάω μέχρι οι πιθανότητες του να συναντηθούμε ξανά να γίνουν από πολύ απίθανες σχεδόν μηδενικές. Και μέχρι το πρόσωπό σου να το καλύψει σαν ομίχλη μια μακρινή ανάμνηση και η ανάμνηση αυτή να έρθει αντιμέτωπη με μια μακρινή ομίχλη και η ομίχλη αυτή να γίνει η θύμησή σου από ένα μακρινό άτομο και η απόσταση αυτή που μας χωρίζει να διαχωριστεί από τη θύμηση της πιο ομιχλώδους ομίχλης. Θα σε αγαπώ όπου και αν πας και όποιους κι αν δεις, και επίσης και εκεί που δε θες να πας για να αποφύγεις αυτούς που δε συμπαθείς,και χωρίς να με νοιάζει ποιος θα σε αποφεύγει όπου κι αν πας. Θα σε αγαπώ ο,τι και να σου συμβεί, και θα σε αγαπώ με όποιον τρόπο και να μάθω τι σου συνέβη, και θα σε αγαπώ χωρίς να με νοιάζει τι θα μου συμβεί μόλις το ανακαλύψω,και θα σε αγαπώ και χωρίς να με νοιάζει το τι θα μου συμβεί μόλις ανακαλύψουν το τι μου συνέβη.

~Λέμονι Σνίκετ


Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Τρίτο

Ποιος κοροϊδεύει ποιον τελικά; Πιο πιθανό αυτός που μιλά με λόγια βαριά, ή αυτός που μετράει τις κουβέντες του; Γιατί αρνούμαστε να βρούμε τα πιο όμορφα λόγια για όσους αγαπάμε, για όσους θέλουμε να τους δώσουμε τα σημαντικότερα κομμάτια μας; Μένουμε σε λέξεις μετρημένες, κυνικές και καλά ψαγμένες ώστε να μην περάσουμε τα λάθος μηνύματα, να μη σκεφτεί κανείς ότι τα συναισθήματά μας είναι έντονα. Και γιατί, γιατί προσπερνούμε όσα μικρά πράγματα θα έκαναν τους ανθρώπους μας ευτυχισμένους και μένουμε σε τυπικότητες και γενικεύσεις επηρεασμένοι από τους άλλους; Κι αν ο εγωισμός μας τελικά γίνει τόσο μεγάλος και μας κατακλείσει και δεν καταφέρνουμε πλέον να ψελλίζουμε λέξη το λάθος όλο δικό μας. Κλείδωσαν οι καρδιές μας και γίναμε φρούρια συναισθημάτων και έγινε ο φόβος μεγαλύτερος από την προσπάθεια. Πονάει η απόρριψη και όσο περνάει ο καιρός σε κάνει πιο τραχύ, αλλά αν τελικά καταφέρεις και κρατηθείς και πέσεις ξανά με φόρα και ξαναπογοητευτείς, τότε τι συμβαίνει; Προτιμούμε λοιπόν να δίνουμε την εικόνα της μετριότητας και να πείθουμε τον εαυτό μας ότι δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο από αυτή την κατασκευασμένη ασφάλεια. 
Και με πιάνει κάτι κάποιες στιγμές και θέλω να τα γκρεμίσω όλα και να μην έχω καμία ασφάλεια μόνο να λυθούν όλα αυτά και να φτάσω στα άκρα και να αρχίσω πάλι και ξανά και ξανά. Μόνο που σε κάθε αρχή μετράω και μία νέα απουσία. Και θέλω να στο γράψω να στο πω και εσύ να το κάνεις μουσική και να νιώσω για λίγο εκείνη την ελευθερία. Αυτή που νιώθεις κάπου στην καρδιά όταν επιτέλους λες όσα στρίμωχνες σε διαφορετικές γωνίες κάθε φορά. 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Δεύτερο

Α' 

Μόνον τα απλοϊκά ερωτήματα είναι πράγματι σοβαρά ερωτήματα. Είναι αυτά στα οποία δεν υπάρχει απάντηση. Μια ερώτηση στην οποία δεν υπάρχει απάντηση είναι ένα εμπόδιο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να πάει κανείς. Μ' άλλα λόγια είναι ακριβώς οι ερωτήσεις στις οποίες δεν υπάρχει απάντηση που σημαδεύουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και χαράζουν τα όρια της ύπαρξής μας. 


Β' 

Κι αν κάθε μέρος του σώματός της άρχιζε να μεγαλώνει και να μικραίνει σε σημείο που να την κάνει να χάσει κάθε ομοιότητα με την Τερέζα, θα ήταν ακόμα η ίδια, θα υπήρχε μια Τερέζα; 
Σίγουρα. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η Τερέζα δε μοιάζει πια καθόλου με την Τερέζα, στο βάθος η ψυχή της θα ήταν πάντοτε η ίδια και δε θα μπορούσε παρά να παρατηρεί με φρίκη αυτό που θα συνέβαινε στο σώμα της. 
Αλλά τότε, ποια σχέση υπήρχε ανάμεσα στην Τερέζα και στο κορμί της; Το σώμα της μπορούσε να έχει κάποιο δικαίωμα στο όνομα της Τερέζας; Κι αν δεν είχε δικαιώματα τι υποδήλωνε αυτό το όνομα; Τίποτα άλλο από ένα πράγμα ασώματο, ανέγγιχτο; 

~ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι"

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Το Εκατοστό Εβδομηκοστό Πρώτο


Πού είσαι; Ανέβηκα πηδώντας διπλά τα σκαλοπάτια. Δεν κρύωνα άλλο, παρά έκαιγε η πλάτη μου. Δεν είσαι πουθενά. Και εγώ χτυπώ την πόρτα. Κάθομαι και μετράω τους ήχους που ακούγονται από το δρόμο, μήπως μου θυμίσει τίποτα τα βήματά σου. Πού είσαι λοιπόν; Πάλι τα κατάφερες και με έκανες να περιμένω. 
Το παλιό εκείνο ασανσέρ μπροστά μου και οι γδαρμένοι τοίχοι. Ακουμπούσα εκεί ακριβώς, σε εκείνη την κολόνα περιμένοντάς σε να βρεις τα κλειδιά, να με κοιτάξεις και να ξεκλειδώσεις. Απόψε όμως βιάζομαι και δε θα περιμένω άλλο. Βρέθηκα και πάλι στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στη στάση του λεωφορείου.
Δεν είσαι εδώ γιατί σε τράβηξαν άλλα και δε μιλώ για τα θλιβερά μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας. Αν ονειρευόσουν πολύ -ακόμη πιο πολύ- και έψαχνες μυστικά μόνο του αληθινού κόσμου δε θα είχα ποτέ γυρίσει σε αυτή τη γειτονιά. Η πραγματικότητα είναι πιο πεζή και με αναστατώνει η απουσία αγγέλων στην ιστορία μας. 
Κι αν είναι σκληρός και ανούσιος αυτός ο κόσμος, όπως κατέληξα προ λίγου πως είναι, κρίμα, μα λίγο με νοιάζει. Κλείνω τα μάτια καθώς το λεωφορείο ξεκινά. Υγρασία και πεσμένα φύλλα. Αυτή η πόλη μπαίνει μέσα μου με μια ανάσα. Δε θα σε ξαναρωτήσω, μόνο θα ζωγραφίσω πουλιά που σε λίγο -τόσο λίγο- , στο υπόσχομαι, θα μου κελαηδήσουν.