Ετοίμασα τα πράγματα μου. Φόρτωσα κάτι μπλούζες, ένα παντελόνι και ένα σκουφάκι στο σάκο στην πλάτη μου. Έδεσα τα κορδόνια από τα σταράκια όπως μου είχες μάθει και έφυγα. Λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια μου από την χθεσινοβραδινή βροχή, αλλά δε με πτοεί τίποτα. Ταξίδι για να βρεις τον εαυτό σου το ονόμασες εσύ, ταξίδι για να ηρεμήσω το λέω εγώ. Ο αέρας όμως δε με αφήνει να αναπνεύσω αγαπητέ μου, έρχεται ανάμικτος με το αλάτι της θάλασσας. Και τσούζουν τα μάτια μου, ρουφάνε την αλμύρα του τα χείλη.
Έφτασα πέρα, πέρα στην παραλία εκείνη την έρημη που είχαμε πάει μαζί, με μια σκηνή και λίγα μπουκάλια νερό. Σηκώνεται η άμμος απότομα μπροστά μου, μπαίνει μέσα στα ρούχα μου, μέσα στις τσέπες, χώνεται ύπουλα να μείνει ενθύμιο στη ζωή μου, για όταν γυρίσω πίσω. Γιατί πρέπει, επιβάλλεται κάποια στιγμή να γυρίσω πίσω. Και ζυγίζουν τα ρούχα μου όλα κάπου ένα τόνο, ζυγίζει άλλο τόσο μισό ο σάκος στην πλάτη και με κάνει να καμπουριάζω. Με κάνει να λυγίζω και να πέφτω στην άμμο, σε αυτή την άθλια που είναι έτοιμη να με καταπιεί και να με σύρει στα κύματα μπροστά. Αλλά αν είναι να πνιγώ στα κύματα μέσα, θα είναι δική μου θέληση. Βγάζω τα ρούχα και βουτώ γυμνή στα γκρίζα νερά του Νοέμβρη. Δε θα πάρω τίποτα δικό σας μαζί μου.