Το δωμάτιο γέμισε σκέψεις
οι σκέψεις γέμισαν φόβους
γέμισαν ανασφάλειες
γέμισαν μίσος
γέμισαν κακό.
Το σπίτι άρχισε να τρέμει
στα διάφανα χέρια του ανέμου
οι τέντες έτρεμαν
τα παραθυρόφυλλα έτρεμαν
εμείς τρέμαμε
κάτω από τα σκεπάσματα
με παρέα
ή μόνοι
δεν είχε σημασία
πάλι τρέμαμε.
Η πόλη άρχισε να βουλιάζει
από το βάρος.
Όχι των ανθρώπων
απ΄ το βάρος
της έλλειψης ανθρώπων.
Βουλιάζει ακόμη
και η πύρινη σφαίρα
έρχεται πιο κοντά
πιο κοντά.
-Αν φοβάσαι μπορούμε να πάμε στο φεγγάρι, λες.
-Αν φοβάμαι δεν μπορούμε να πάμε πουθενά, λέω.
(ε.β.)