Σάββατο 12 Μαΐου 2012

To δέκατο τέταρτο

Ένταση και νεύρα. Υποτίθεται σήμερα θα καθάριζα, αλλά από την ώρα που ξύπνησα στριφογυρίζω στο σπίτι και όλα μου φταίνε. Για να σκεφτώ καθαρά πρέπει να βγω λίγο από τη θέση μου, να θυμηθώ όσα έχω ξεχάσει. Το ξέρω αρχικά σου έρχονται όλα τα θετικά και οι δικαιολογίες. Μετά ξεπηδάνε όσα σε έχουν ενοχλήσει και σταδιακά τα έχεις στριμώξει τόσο βαθιά που σχεδόν τα είχες ξεχάσει. Και επειδή ήταν καιρό εκεί καταχωνιασμένα, έρχονται τώρα με φόρα και σε χαστουκίζουν. Για άλλους είναι εύκολο να δηλώσουν το θυμό τους. Πάντα βρίσκουν έναν τρόπο να ελευθερώσουν τον εαυτό τους από αυτή τη μιζέρια. Για άλλους είναι ένα μόνιμο ζήτημα. Αυτή η αδυναμία να πεις τα αυτονόητα. 
Πριν λίγους μήνες διάβασα τα ποιήματα του Γ.Αγγελάκα, από τη συλλογή "Πώς τολμάς και νοσταλγείς Τσόγλανε;". Ένα μικρό ποιηματάκι λοιπόν μου έχει μείνει, από όσα διάβασα, έχει τίτλο "Κάνε μια ευχή"
-Κάνε μια ευχή με μία λέξη
-Όχι πόνος
-Μα, αυτές είναι δύο
-Στ' αρχίδια μου 

Αυτό το ποιηματάκι λοιπόν, χωρίς ρομαντισμούς και λογοτεχνικές υπερβολές μου έμεινε από όλα όσα διάβασα εκείνο το διάστημα. Είναι όσα σκέφτομαι όταν έχω ένταση και νεύρα. Και εδώ κολλάει κάτι άλλο. Μια άλλη ιστορία. Ούτε αυτή είναι δική μου, αλλά όπως έχω ξαναπεί οι άλλοι τα λένε καλύτερα από εμένα, για εμένα. Οι λέξεις οι δικές μου, όταν προσπαθώ να πω όσα σκέφτομαι, είναι "μια παράκρουση, μια παραζάλη, ένα παραλήρημα, για όλα αυτά τα παρά που με δαιμονίζουν" (Μ.Βαμβουνάκη). Η ιστορία αυτή λοιπόν είναι του Χόρχε Μπουκάι, από το βιβλίο του "Ιστορίες για να σκεφτείς". Τίτλος: H Θλίψη και η Οργή. Εδώ τώρα μπαίνουμε σε λυρισμούς και λογοτεχνικά κατασκευάσματα, αλλά αξίζει τον κόπο. 

"Σ΄ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν …

Σ΄ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά …

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς…Σε εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Κι οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε από το νερό …
Αλλά η οργή είναι τυφλή – ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. ΄Ετσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας από το νερό, το πρώτο ρούχο που βρήκε…
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης…
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και – χωρίς καμιά βιασύνη – ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην αρχή συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
΄Oπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή, θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη. "
Οι σκέψεις δικές σας από εδώ και πέρα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου