Χτίστηκε όλη μόνη της. Από τα θαμένα απομεινάρια των προηγούμενων χρόνων. Πήρε μορφή και ένα πρόσωπο πανέμορφο. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Με προκαλούσε να ορμήξω τρέχοντας στο ρέμα μπροστά. Και με αυτή την οργή, την άγνωστη, την παρεξηγημένη, να βυθιστώ εκεί στα νερά.
Όταν είδε ότι έμενα παγωμένη μόνο να την κοιτώ με κράτησε τρυφερά από το χέρι, να με συντροφεύει με τη φιγούρα την αόριστη σε κάθε βήμα. Λες και την έπλασε αυτός και όχι εγώ σε ένα άλλο εγώ μπουκωμένο με σύγχυση. Είναι επιλεκτική και γεμάτη μυστήριο. Εμφανίζεται εκεί που δεν την περιμένω. Να με γεμίζει με αυτό το βάρος. Και δεν μπορώ να βρω τρόπο να της τραβήξω το χέρι μακριά, να κάνω έτσι μια απότομη κίνηση να φύγω από κοντά της. Να ξεφύγω από αυτά τα μουρμουρητά. Τα ατελείωτα. Τη ρώτησα το όνομά της, σκέφτηκα τη λένε ζήλεια, αλλά δε μου απάντησε. Κι όσο την γνωρίζω νομίζω παρερμήνευσα. Άλλη γυναίκα είναι αυτή. Πιο προσωπική και τυραννία μεγάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου