Δεν ήρθα σπίτι σου να το δω έτσι άδειο, έτοιμα να μας φάνε τα παράθυρά του τα μεγάλα. Δε θα είχε νόημα ντίαρ. Όπως μου έλεγες και εσύ ρουφώντας τον καπνό από το εκατοστό τελευταίο σου τσιγάρο. Ούτε ήρθα εκεί στο λεωφορείο που σε έπαιρνε. Ποτέ δεν τους μπόρεσα τους αποχαιρετισμούς. Ειδικά αυτούς που δεν έχουν γραμμένη πάνω την ημερομηνία επανένωσης. Ειδικά όσους αφορούν άτομα που θα ήθελα να βλέπω κάθε μέρα.
Ναι, ξέρω, τα είπαμε, δεν επρόκειτο για αποχαιρετισμό.
Τότε γιατί το νιώθω έτσι; Τότε γιατί με έχουν πλακώσει οι συναντήσεις μας και τα κρασιά τα τελευταία, στα ίδια τραπέζια, σαν άγουρα μου φαίνονται. Όλα μου φταίνε και δε σου μιλώ και πολύ. Παρατάω και το τηλέφωνο κάτω από στήλες με ρούχα.
Και θέλω να γράψω για τα πάντα αλλά με πιέζουν οι λέξεις. Να σου πω για τις βόλτες τις σύντομες με τις λίγες κουβέντες. Για τα πνιχτά τσιγάρα και για όσα δε χρειάζεται να πούμε. Για τα ποδήλατα που ξεφουσκώνουν τις ρόδες τους τα ξωτικά όποτε θυμηθούν να μας πειράξουν. Για τους σκούφους τους ριχτούς. Για τα έπιπλα που μας χτυπάνε και μας γεμίζουν μελανιές. Για τα γέλια τα αυτά τα έτσι τα αλλιώτικα. Για τα κλάματα τα αυτά τα έτσι τα αλλιώτικα. Για τους έρωτες τους κατεστραμμένους αλλά ποτέ αφημένους στη λήθη. Για τα Σαββατόβραδα σε κόκκινους καναπέδες. Για τα χτυπημένα δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα. Για τα λερωμένα ρούχα από χρώματα και μολύβια. Για το αλλιώς σε γνώρισα και αλλιώς σε αφήνω τώρα.
Για αυτά, τέλος πάντων. Μη μου ζητάς άλλες λέξεις, κοίτα τι έκανες.