η οποία τρέλα του όμορφου
γλυκού
εγωισμού
σε οδήγησε σε κλειστά παντζούρια;
Και βγήκα και περπάτησα μετά από τη βροχή. Μετά. Τα άφησα τα ποιητικά τα ανόητα. Πάτησα στα σπασμένα πλακάκια της λεωφόρου Δημητριάδος και βράχηκαν τα πόδια μου. Και κρατούσα φακέλους με έγγραφα για μια τελευταία προσπάθεια. Αλλά δε θα μείνω. Δε θα μείνω. Τίποτα να με κρατήσει. Και μετά είπα να φύγω πιο μακριά. Τέσσερις δρόμους πιο πάνω. Είχε βγει ξανά ο ήλιος και με χτυπούσε έτσι που περπατούσα και ήταν όμορφα και ήταν το κεφάλι άδειο. Μόνο η ζέστη να με καίει. Κάθισα σε ένα café, που πρόσεξα για πρώτη φορά, και παρήγγειλα "δροσιά λεμονιού με δυόσμο". Μάσησα τα παγάκια και πάγωσε η γλώσσα μου. Μούδιασε το στόμα.
Το τίποτα, το τίποτα το θεόρατο να χώνεται μέσα από τη μύτη και τα αυτιά μου.
Έσκασαν πάλι οι λέξεις οι χαζές που δε βγάζουν νόημα.
Διάβασα προσεκτικά τον κατάλογο. Τα έγραφε όλα όμορφα. Με περίεργες ονομασίες όλα. Και μικρά αποσπάσματα από βιβλία στις σελίδες του. Τους έδωσα λίγη σημασία, όχι καθόλου, ούτε πολύ. Σκάλωσαν και οι τιράντες μου στη γυριστή πλάτη της καρέκλας. Έριξα κάτω ένα ποτήρι, βράχηκαν τα πλακάκια. Η ευγενική σερβιτόρα μου χαμογέλασε και μου είπε "δεν πειράζει". Αφού δεν πείραζε της χαμογέλασα και εγώ. Έπαιξα λίγο με τα κυβάκια από ζάχαρη που είχε στο τραπέζι, σε πορσελάνινο μπολάκι με λουλούδια γκρι να το στολίζουν.
Η ζέστη με βούλιαξε, με πάτησε και έφτασα σε εκείνα τα βάθη της γκρίνιας της σιωπηρής. Ξεράθηκαν πάλι τα μάτια μου και θέλησα να γκρινιάξω σε κάποιον για αυτό. Και για τα άλλα. Αλλά δεν είχα άλλα. Γι' αυτό δεν έψαξα κάποιον. Δεν έχω άλλα. Ή απλά δεν τους έχω δώσει μορφή και σχήμα για να με απασχολήσουν ουσιαστικά και να σου γράφω κείμενα για αυτά.
Αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου