Κάθομαι εδώ και σου γράφω και κοιμάμαι με τ' αλάτι κολλημένο πάνω μου. Οι πέτρες της παραλίας δεν ενδείκνυνται για ύπνο. Ξύπνησα με τα κόκαλά μου να πονάνε μετά τη μεσημεριανή σιέστα. Σκεφτόμουν μέσα στον ύπνο μου ότι τα μάτια μας δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν ορίζοντες. Κολλάνε στην πρώτη σειρά και μόνο, και όταν τα πιέζουμε να τρέξουν πιο πέρα κουράζονται. Παραπονιούνται. Προσπάθησα, λοιπόν, να κοιτάξω πέρα πέρα, εκεί που τελειώνει η θάλασσα μπροστά μου. Τα μάτια μου γκρίνιαξαν αλλά επέμενα. Μετά είπα να βγάλω μια φωτογραφία να σου δείξω αλλά μου έβγαινε στραβός ο ορίζοντας. Η γραμμή που ενώνει θάλασσα και ουρανό δεν μπορούσε να βρει μια ευθεία! Προσπάθησα πόσες φορές. Αρνιόταν σου λέω. Και στην τελική ποιο είναι το νόημα να βγει ίσιος ο ορίζοντας στη φωτογραφία αν δεν μπορείς καν να τον κοιτάξεις στην πραγματικότητα; Και στην τελική γιατί να μην είναι στραβός; Να γέρνεις λίγο πλάι το κεφάλι για να τον κοιτάξεις.
Και επειδή και στραβός είναι ο ορίζοντας-αυτός που δε βλέπουμε- και στραβά εμείς αρμενίζουμε άσε με, δώσε μου την άδεια σου σε παρακαλώ, κοίταξε με στα μάτια και επίτρεψέ μου, να σε σκοτώσω. Θα σε αφήσω εδώ, σε αυτή την παραλία, που δε θα έρθει άλλος κανένας.
Και τώρα ας βουτήξω άλλη μία φορά.