Με πήρες τηλέφωνο και είχε φασαρία πολλή. Δε θυμόσουν πως μιλάνε-τόσους μήνες στη σιωπή ξεχάστηκες- και μου είπες μια κουβέντα μόνο. Χθες το βράδυ με ζωγράφισες. Μη νομίζεις ότι τρελάθηκε η καρδιά μου και σκάλωσε το βλέμμα μου στην απέναντι κουρτίνα. Όχι. Κάπνισα λίγο το άφιλτρο μου τσιγάρο- γιατί βλέπεις μερικά πράγματα δεν αλλάζουν, ακόμη ξεχνάω να αγοράσω φιλτράκια και ακόμη χάνω τους αναπτήρες μου, μόνο που τώρα δε τους βρίσκω στην τσέπη σου. Και ξεχάστηκε και η δική μου φωνή. Καλύτερα δηλαδή, έτσι βραχνιασμένη που είναι. Και μείναμε κρεμασμένοι σε ένα βουβό τηλέφωνο.
Περπατούσα τα δεκαπέντε βήματα, τα γνωστά, και μετρούσα τα πλακάκια. Ένα ακόμη στοιχείο παράνοιας. Προσπαθούσα να μην πατήσω να μικροσκοπικά ζωύφια που σου έτρωγαν τις σκέψεις τα βράδια και σε περπατούσαν στα χέρια. Και μούδιαζαν τα ακροδάχτυλά σου. Μικρέ μου παρανοϊκέ.
-Και τώρα φεύγεις; σου είπα τραγουδιστά.
-Ναι. μου είπες απλά.
Μία λέξη κάθε φορά.
Και αποφάσισες να κλείσουμε γιατί η φασαρία δε σε άφηνε να ακούς την αναπνοή μου. Και συνέχισα να μετράω πλακάκια και βήματα με το τηλέφωνο στο χέρι. Πάτησα και το κιτρινιασμένο τσιγάρο να γίνει μικρή τόση δα βρωμιά.
Αν μαζεύαμε όλου του κόσμου τ' αποτσίγαρα θα πνιγόμασταν κάτω από αυτά. Μόνο αυτό σκεφτόμουν. Αγχωτικοί, νευρωτικοί, με άρρωστα πνευμόνια. Αυτοί είμαστε και θέλουμε να περνιόμαστε για ρομαντικοί. Σάπιοι εγωιστές του τίποτα.
Τα είπα και ξέσκασα και σταμάτησα να μετράω πλακάκια
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου