Φτάνεις και εσύ κάποτε να πιστέψεις πως σάπισαν όλα τα περάσματα πώς αμείλιχτοι φύλακες στέκονται όρθιοι σε κάθε γωνιά. Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια θανάσιμη ηδονική φίλη μα εσύ δε θες να την ακούς, ζητάς μια λάμπα, τίποτε άλλο από μια ελάχιστη λάμπα, μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο το σκοτάδι. Έστω λοιπόν, θα περιμένουμε εδώ τα ξημερώματα -μπορούμε στη ζωή μας δυο φορές να ξαναρχίσουμε- χωρίς όλο τούτο το φορτίο των αδέσποτων λέξεων να βαραίνει το μυαλό μας, χωρίς όλους αυτούς τους σεμνούς ανθρώπους τόσο βέβαιος απόλυτα ο καθείς για τον εαυτό του, διστάζοντας τι να προσφέρουνε στον άλλον: ένα σπαθί ή ένα άνθος, χωρίς αυτούς τους τυφλούς χιμαιρικούς υπαίθριους ρήτορες που βλέπουνε τα χρόνια τους αδιάφοροι να φεύγουνε σαν τους τροχούς μιας πανάρχαιας άμαξας βαριάς. Ήρθανε, άλλοτε, άλλοι τόσοι, αιχμαλωτίζοντας το θάνατο με μια λαχανιασμένη χειρονομία δίχως να κρατούν μαζί τους παρά μια σφαίρα μοναδικιά για το δικό τους κορμί.
Πολλοί μας μίλησαν επίσης για την Ε π ο χ ή.
Για των καιρών το βαρυσήμαντο
Έπρεπε βέβαια κι εσύ πια να διαλέξεις
Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα
Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση
Ξεχνώντας τι μοιράζουμε κάθε καινούρια στιγμή.
Άλλοι μας είπανε να γονατίσεις τουλάχιστον μία φορά
Σ' αυτό, ας πούμε, που χαρακτηρίστηκε αναχώρηση
Μπροστά σε ένα κρεβάτι σε μια γύμνωση
Σε μια φωτιά μπροστά χαμηλωμένη.
Μα αλήθεια πες μου εσύ, πώς να νικήσεις
Ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου
Ετούτο τον καπνό που αντιστέκεται στον άνεμο
Εσύ που μόνο το 'ξερες πόσες φορές
Μετρήσαμε στις ίδιες πλάκες τα βαριά μας βήματα
Βουλιάξαμε τα πόδια μας στην ίδια σάπια λάσπη
Εσύ μονάχα θα τραβήξεις τις κουρτίνες
Πίσω τους τα ψυχρά ηδονισμένα ομοιώματα
Βαμμένα αξιοθρήνητα γελοία
Χτυπούνε τα δυο χέρια τους σε πίδακα χαράς.
Εγκατάλειψη. Πόσο το καταλάβαμε στο τέλος
Καλά, για την ηθοποιία της βραδιάς
Για την απέραντη φτήνια και την κούραση
Κάποιας φυματικής ονειροπόλησης
Μ΄όλο που ήτανε κι αυτό στο κάτω- κάτω μια αναχώρηση
Πέρα από το καθιερωμένο και το νόμιμο
Εγκατάλειψη με τη συναίσθηση της αδιάκοπης στιγμής
Για μια ηδονή που δε γνωρίζει μεταμέλεια
Για μιαν απάνθρωπη φυγή
Πέρα από κάθε όργιο σκέψεων
Ή αντικρουόμενων διαθέσεων.
Ίσως υπάρχει πάντα η διαφυγή, απομακρύνοντας τα βήματα του γυρισμού, όταν όλοι σου οι φίλοι έχουν πεθάνει ανεξήγητα από μιαν άγνωστη αρρώστια, ίσως υπάρχει πάντα να σημάνει μια αναχώρηση, πέρα από κάθε καθιέρωση και πίστη.
(Και ποιος να μας προσέξει, ποιος
και να μας λογαριάσει
στη θέση που καθόμαστε;).
Μ. Αναγνωστάκης, από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971