Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Το Εκατοστό Εξηκοστό Δεύτερο

Την είχε ακούσει πολλές φορές την έκφραση. Ποτέ δεν την είχε βιώσει προσωπικά. Δεν καταλάβαινε, δεν καταλάβαινε την παράνοια που προέρχεται από τις ολοδικές σου σκέψεις. Και γύρευε να βγάλει άκρη από τις μπερδεμένες και αόριστες συζητήσεις τους. 
Ανούσιο. Κουραστικό. Αδιανόητο, στο κάτω κάτω της γραφής, να ασχολείται με τους προσωπικούς δαίμονες ενός άλλου ανθρώπου. Κι ας ήταν ο άλλος άνθρωπος ο δικός του άνθρωπος. Μόνο που ο δικός του άνθρωπος ήταν διαφορετικός στην αρχή. 
Τα βήματά του, ένιωθε, δεν πατούσαν στο πλακόστρωτο στο δρόμο που τριγύριζαν. Έλαμπαν τα μάτια του από την πρώτη στιγμή της αντάμωσής τους.
Και τώρα όλα βάρυναν.
Τα πόδια στη γη, τα χέρια που απλώνονταν στο κορμί και οι λέξεις. Αυτές οι λέξεις! Έμοιαζαν ασήκωτες. Γι' αυτό, πιστεύει, δεν τις έλεγε με ευκολία. Τον έβλεπε να τις γλύφει προσεκτικά για ώρες στη σκέψη του, να είναι βουτηγμένος στις μυστικές γεύσεις τους για να τις φτύσει τελικά απότομα όταν νόμιζε ότι είχαν πλέον ξεχαστεί.
Άφηναν την πίκρα τους στα χείλη και μια θολούρα στο μυαλό. Σαν τα χαπάκια που έπαιρνε κάθε απόγευμα. Ροζ χαπάκια στη σειρά. 
Από δικός του άνθρωπος έγινε άλλος. Ξένος. Κανενός. Να ταλαιπωρούν μονάχα τον εαυτό του οι ερινύες. Δική του υπόθεση. 
Κάπως έτσι έδιωξε τους προσωπικούς δαίμονες του άλλου. Ησύχασε. Απέκτησε τους δικούς του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου