Το παγκάκι που βρυχάται
Λιγόστεψαν τα παγκάκια για τους ερωτευμένους και τους ονειροπόλους ποιητές σε αυτή την πόλη. Δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν πια οι στίχοι και οι όρκοι. Απόκληροι και άστεγοι, πένητες και φυγάδες κατέλαβαν τις θέσεις στάθμευσης των μοσχαναθρεμμένων οπισθίων μας. Εκεί που κάποτε χαράζαμε καρδιές κι ονόματα τώρα κάποιος ανέστιος κοιμάται. Εκεί που κάποτε ανταμώναμε τον έρωτα τώρα κάποιος την πείνα βάζει προσκεφάλι. Κατειλημμένα τα παγκάκια μας από περιττές υπάρξεις που κάθε φορά που σηκώνονται αφήνουν πίσω τους μια ενοχλητική ιστορία για να καθίσει επάνω τους ο επόμενος. Μια ιστορία γεμάτη αγκάθια που τσιμπάνε και ματώνουν σε ένα παγκάκι που βρυχάται.
Κάτσε και μάτωσε. Κάτσε πάνω στους εφιάλτες και αφουγκράσου. Πάρε τον βρυχηθμό και κάνε τον στίχο. Χάραξέ τον πάνω στο παγκάκι για να τον βρει ο επόμενος. Κι εγώ σε αυτή την ποίηση θα υποκλιθώ και όχι στα βραβεία σου. Εκεί σε θέλω. Σε ένα παγκάκι που βρυχάται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου