Και όσο εμείς χτυπιόμαστε να
προλάβουμε την ορκωμοσία του Ιουλίου, το καλοκαίρι έφτασε και δεν πήραμε καν
χαμπάρι. Ξεκινήσαμε να φοράμε καλοκαιρινές πιτζάμες γιατί ένας φίλος μας θύμισε
ότι έχει ήλιο έξω. Και γυρίζοντας τα μεσημέρια μετά τη δουλειά σπίτι βλέπεις
τους ανθρώπους με τα μαγιό να παίρνουν το δρόμο προς την παραλία, με μπάλες και
ρακέτες στα χέρια.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι
δεν έχω καν όρεξη να πάω για το πρώτο μου μπάνιο. Όχι ότι θα προλάβαινα, αλλά
λέμε τώρα. Εγώ μια βόλτα απογευματινή ζητάω να πάμε μαζί. Να δούμε τι έχεις να
μας πεις. Τι θα βρεις να με κάνεις να γελάσω, με μάτια κλειστά. Πάντα. Ένα
σύντομο διάλειμμα ψάχνω κάθε μέρα. Αλλά όλοι τρέχουν και κανείς δε φτάνει.
Ώσπου θα έρθουν οι μέρες των εξετάσεων και θα έχουμε φτάσει. Εκεί. Στο σημείο
μηδέν.
Δε θέλω μπάνια λοιπόν με όλο το
πακέτο σαγιονάρα-αντηλιακό-μαγιό-κ κολλημένη άμμο στα δάχτυλα των ποδιών. Ίσως
να δεχτώ μόνο τις σαγιονάρες γιατί πόσο βολεύει να ανεβάζεις τα ξυπόλητα πόδια
σου στην καρέκλα τα καλοκαίρια; Θέλω να προλάβω. Θέλω να τελειώσουν οι λίστες
με τις υποχρεώσεις.
Και μάντεψε, θέλω ακόμη κάτι: Να
μη φύγω από εδώ.
Να τα μας. Όπως κάθε τέλος
ακαδημαϊκής χρονιάς πάλι θα γκρινιάξω που θα φύγω από εδώ. Φαντάσου τώρα που
μιλάμε για κατάσταση οριστική και αμετάκλητη. Αλλά είπαμε, τώρα δεν έχω
δυνάμεις να σκεφτώ κάτι παραπάνω από τα όσα έχω να κάνω αύριο. Που δεν είναι
λίγα. Φαντάσου, ούτε εσένα δεν προλαβαίνω να σκεφτώ και τα αστεία σου μαλλιά.