Ούτε όνομα, ούτε ιδιότητα, καμιά διεύθυνση, κανένα νούμερο τηλεφώνου. Απλά Κουρασμένος. Άφησα τα πόδια μου να βυθίζονται μέσα στο νερό και οι άκρες από τα δάχτυλά μου ακούμπησαν στην άμμο. Ένιωσα τους άπειρους κόκκους της να απλώνονται γύρω τους. Το νερό με την αλμύρα του το ένιωθα στα χείλη μου. Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Και ισορρόπησα εκεί, ανάμεσα στον ουρανό και στη θάλασσα. Εκπνοή και βυθίστηκα. Όχι αμέσως. Η θάλασσα δε βιαζόταν να με πάρει μέσα της. Και μέσα στη γαλήνη εκείνης της στιγμής και στη θολούρα της αλμύρας τους είδα όλους τους Κουρασμένους του τόπου να βυθίζονται και να ηρεμούν μόνο για λίγο.