Και κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Ή όντως δεν καταλαβαίνεις.
Κάθεσαι εκεί με βλέμμα σιγουριάς να με ρωτάς τι είναι αυτά που κάνω.
Λες και δεν το βλέπεις.
Τι περιμένεις να σου πω; Στριφογυρίζω στα δάχτυλά μου το τσιγάρο και σε κοιτάω μέσα στα μάτια.
Γύρισα πίσω στα δέκα μου περίπου χρόνια, όταν με έβαλαν στη μέση ενός καυγά να υποστηρίξω τον εαυτό μου, να εξηγήσω γιατί φέρθηκα σκληρά στη ξανθή μου τότε φίλη. Την είχα κατηγορήσει.
Ναι, το είχα κάνει. Με έσπρωχνε η αδικία που ένιωθα εις βάρος μου από την πλευρά της. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό στην υπόλοιπη παρέα που στεκόταν σαν κριτής γιγαντιαίος μπροστά μου; Δεν είχα βγάλει λέξη και τότε. Προτίμησα να τιμωρηθώ χωρίς καμία υπεράσπιση του εαυτού μου. Μην ψάχνεις το γιατί και πώς.
"Θα μιλήσεις;"
Περιπαιχτικά σκαλίζεις τον πόνο μου. Να παραδεχτώ την αδυναμία μου. Να αναγνωρίσω την ανασφάλεια και την ηλιθιότητα των πράξεών μου. Όλα αυτά που κινούνται από ένα μονάχα αίτιο.
Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκα να κλεινόμουν στην ντουλάπα του παιδικού μου δωματίου. Με τις κουβέρτες και τα παπλώματα, τη μυρωδιά του απορρυπαντικού. Να κοιμόμουν εκεί και να με έβρισκαν την επόμενη ημέρα ήρεμη.
Ρούφηξα λίγο καπνό και συγκεντρώθηκα στις σόλες των παπουτσιών μου. Μετά στα δάχτυλά σου που ακουμπούσαν στο γόνατό σου. Οφείλω να σου εξομολογηθώ ότι ούτε για μία στιγμή δε σκέφτηκα τι να σου πω γιατί γνώριζα ότι δεν επρόκειτο να το κάνω. Θα επέλεγα κάποιον παράδρομο αλλά οι σκέψεις μου πετούσαν κι ούτε αυτό δεν μπορούσα να αποφασίσω.
Πώς να βρω τις λέξεις και πώς να δικαιολογήσω το φόβο μου που με σπρώχνει να γίνομαι άλλος εαυτός; Και γιατί να το δεχτείς και να το καταλάβεις.
Άρχισες να χάνεις την υπομονή σου. Άρχισα να πιέζομαι μέσα στον αέρα του δωματίου, να μη μου φτάνει, να ψάχνω να ξεφύγω. Το μυαλό μου πετούσε σε κερασιές ανθισμένες. Πώς στο καλό το κατάφερνα αυτό απορώ κι εγώ η ίδια. Στη δική μου την αυλή χιόνιζε κάθε χρόνο μήνα Ιούλιο. Και την τελευταία φορά που γύρισα σπίτι τα μούσια του πατέρα μου είχαν ασπρίσει.
Τι να μου πεις και εσύ και τι ζητάς από εμένα. Τα έβαλα μαζί σου και βγήκε ο θυμός να υπερασπίσει τη χαμένη σιγουριά μου. Αποφάσισα ότι σωστότερη λύση ήταν να φύγω. Να μιλήσουμε άλλη ώρα. Πριν αρχίσει το μυαλό μου να ξεπετάει λόγια χωρίς να τα μετράει. Ήταν εύκολο αυτό.
Για δέκα λεπτά. Ίσως και για είκοσι.
Μετά όρμησαν όλα να ψελλιστούν σε γράμματα.